Νάπολη,1799.
Τρεχάλα.Τρεχάλα.Να
τρέξω,να ξεφύγω.Τρέχω.Στα στενά δρομάκια ,τα
πλακόστρωτα,γλυστράω,πέφτω,σηκώνομαι,γλυστρώ,δεν πέφτω,αυτό με
σώζει,τρέχω,τρέχω,τρέχω.
Αλλά..Ξέρω!Θυμάμαι!Είμαι
κοντά.Στρίβω αριστερά,αιφνιδιάζονται.Με σιγουριά.Ξέρω. Λίγο ακόμα.Φτάνω,θα
φτάσω,ξέρω!
Δεξιά...στο
τρίτο στενό....Νάτο!Το παράθυρο ,η κρήνη, στη γωνία αριστερά.Τους πρόλαβα στη
στροφή,με χάνουν..δυο βήματα..πέφτω.
Δεν προλάβαινα
να κατέβω...Πτώση από τα 3 μέτρα.Δεν ξέρω αν έσπασα τίποτα,τρέμω,σχέδον δεν
ανασαίνω...Να λύσω τον κορσέ......Τα
μαλλιά μου έχουν λύσει.....Ωχ ,σκατά,σκόρπισε η τράπουλα.
Έχω ιδρώσει
τόσο που τα χέρια μου γλυστράνε..τα ρούχα κολλάνε πάνω μου,δεν μπορώ να
σηκωθώ....Βήματα!Σκατά!....Όχι είναι από εδώ!Είναι από κάτω,είναι από
μέσα!...Ελπίζω μόνο για καλό.
Είναι
κοντά.Δε βλέπω.Ακούω ,μυρίζω...αλλά δε βλέπω..Φοβάμαι,ζαλίζομαι..Πολύ κοντά.
«Είσαι
εντάξει;...Πονάς κάπου;»
.. «Όχι»....Τρέμω
ακόμα.
«
Πάρε.Λείπει ένα φύλλο.Δεν είσαι ασφαλής εδώ.Πάμε πιο μέσα.»
.......«Ποιός
είσαι;»
Ήρεμος... Δεν
θα το περίμενα ποτέ,μια μέρα σαν αυτή που έζησα,που επέζησα μάλλον,να βρώ
κάποιον εδώ.Η μέρα της σφαγής..Εδώ που τα λέμε δεν το περίμενα ποτέ να ζήσω
ποτέ στη ζωή μου μια μέρα σαν κι αυτή. «Αφού είσαι εδώ ξέρεις,αφού είμαι εδώ
ξέρω...Δεν έχεις να φοβάσαι...Αλλά και να μην ξέρεις,πάλι δεν έχεις να
φοβάσαι...Σε έφερε η τύχη σου και η τύχη μας.Πάμε πιο μέσα,εδώ είναι επίφοβα..»
Με βοηθάει
να σηκωθώ αλλά δε νοιώθω τα πόδια μου.. «Σιγά παρακαλώ,δε μπορώ..» Ένα βήμα και το σκοτάδι
μας απορροφά.Βαδίζουμε..αργά.Δε βλέπω τίποτα.Αυτός πως βλέπει και πάμε;
«Ξέρεις που
πάμε ,στο σκοτάδι;»..
«Έχω
μάθει.»....
«Φτάσαμε;»..
«Ναι.».
«Διψάς;»..
«Ναί.»..
Με βοηθάει
να καθίσω σε μια κουβέρτα,μου δίνει νερό.
«Ας
συστηθούμε λοιπόν..Πές μου τι ξέρεις.»
.... «Ποιός
είσαι;»..
«Θα
μάθεις.Αλλά πρώτα πες μου τι ξέρεις.»...
Ήρεμος...Περιέργως,νοιώθω
ασφαλής.Εξάλλου ξέρω.Και ξέρω,ότι αφού ξέρει,θα με βοηθήσει.Είναι εδώ....Αλλά
και πάλι...Έχουν περάσει χρόνια..Ίσως να μην υπάρχει πια το Σπίτι,ίσως η
Οικογένεια να έχει διαλυθεί...Δεν έχω επιλογή.Εξάλλου έξω γίνεται σφαγή..Ίσως
να είμαστε οι τελευταίοι,ίσως να μην υπάρχει τίποτα πιά από αυτά που
ξέρω..Μιλάω.
«Ξέρω.Δεν
ήρθα τυχαία εδώ.Είμαι η εγγονή του Τζούλιο Χερέθ.Από αυτόν έμαθα για το
Σπίτι,την Οικογένεια...Απο αυτόν έμαθα για την τρύπα.Αν ποτε βρισκόμουν σε
κίνδυνο,αν ποτέ υπήρχε μια άμεση ανάγκη για βοήθεια να ερχόμουν εδώ...Έτσι μου
είχε πει.Μεγάλωσα στη Ρώμη...σε οικογένεια της Οικογένειας...Πριν λίγα χρόνια
ήρθαμε εδώ,μας βοήθησε η Oικογένεια...Ήταν δύσκολα στη Ρώμη..»
«Πάντα είναι
δύσκολα για τους τσιγγάνους.»
«Ναι...»
Με
περιεργάζεται.. Βλέπω στα μάτια του αμφιβολία.Συνηθισμένη η ιστορία μου..και
σίγουρα και κυρίως μη αποδεικτική για τίποτα..
«Δεν με
πιστεύεις έτσι δεν είναι;»
«Μάλλον σε
πιστεύω...είσαι εδώ..είσαι τσιγγάνα,φαίνεσαι...Ο πατέρας μου ήταν εδώ όταν
ήρθαν οι οικογένειες από την Ανδαλουσία.Τότε γνώρισε και τον παππού σου.Τότε
τον γνώρισα και εγώ...Λίγα χρόνια μετά φύγατε στη Ρώμη.. Όπως και να έχει,όταν
όλο αυτό τελειώσει και ανέβουμε πάνω,ίσως το μόνο που θα βρούμε και θα είναι
ίδιο είναι το φώς του ήλιου....»
Σταμάτησε να
μιλάει...Και εγώ δεν είχα τίποτα να πω...Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι την
αλήθεια της τελευταίας του φράσης....Ο ρυθμός της ανάσας μου επανερχόταν ..
«Λοιπόν
είσαι εδώ.Ξέρεις για την οικογένεια αλλά και δεν ξέρεις...Είσαι εδώ όμως και
αυτό θα πει πως είσαι αυτή που περιμένω...»
«Δεν
καταλαβαίνω»
«Έχεις ένα
σημάδι σαν ιππόκαμπο..κάπου στο σώμα σου.»
Δέν ήταν
ερώτηση...ήταν κατάφαση..Φοβήθηκα.
«Ναι.Πως το
ξέρεις;»
«Το ξέρω.Δεν
είσαι η μόνη...Αλλά αυτό δεν έχει σημασία...Η μοίρα ήθελε να σε γνωρίσω
σήμερα,τη μέρα που αν η Μητέρα –Θεά τράβαγε μια κάρτα θα έβγαινε ο
Θάνατος...Ανάποδος.Είσαι αυτή που είσαι γιατί έχεις υπάρξει ιέρεια της Θεάς σε όλες
τις ζωές σου...Μπορεί να ήσουν μαγείρισσα,χορεύτρια,μοναχή ή πόρνη.Δεν έχει
σημασία...Στον πυρήνα σου,η ύπαρξη σου είναι
πάντα δοσμένη στη Θεά...Εγώ θα σε βοηθήσω.Θα σε οδηγήσω έξω από τη
Νάπολη,σε έρημο και ήρεμο μέρος...Στην Οικογένεια..Είναι χρέος μου να το
κάνω..Όταν έρθει ο καιρός ,ίσως όχι άυριο,ίσως ούτε και σε αυτόν τον αιώνα,θα
θυμηθείς ποιά είσαι..Αυτό που ξέρεις ,αυτό που πάς μαζί του γιατί έτσι
γεννήθηκες..αυτό που είσαι,θα φωτιστεί την πιο κατάλληλη ώρα ,την ώρα του πιο
βαθιού σκοταδιού,την ώρα της αφύπνισης,της αλλαγής...Όταν οι καμμένες ψυχές απο
τη μαγεία ,αυτοί που πίστεψαν πως μπορούν να επιβάλλουν τη θέλησή τους στη
Μεγάλη Μητέρα,ξαναγεννηθούν απαλλαγμένες από το βάρος της βλασφημίας...Τότε.Για
χάρη της Θεάς,για χάρη της αγάπης της για τους καταραμένους,θα σε ξαναδώ
τότε.Θα με ξαναδείς.Και θα θυμηθείς.Και θα βοηθήσεις να τελειώσει αυτό που θα
έχει ήδη αρχίσει.»
Επόμενη κάρτα: Η Κρίση