Kαι
έπειτα σιωπή… Έξω από το καταφύγιο όλος
εκείνος ο πανικός είχε με κάποιο τρόπο σωπάσει. Ο Αντρέας σηκώνεται
όρθιος και βοηθά την μητέρα του να σηκωθεί. Ξεσκονίζονται και ο Αντρέας
ανάβει έναν αναπτήρα για να βλέπουν στο σκοτάδι όταν ξαφνικά μια αγγελική φωνή
απ’ έξω σπάει την σιωπή με το τραγούδι της.
-Η Έλλη! φωνάζει και παει να φύγει τρέχοντας προς την έξοδο. Η Μάρθα τον πιάνει
από το μπράτσο και τον σταματάει. -Μάνα, είναι το τραγούδι μας! Κατεβάζει το χέρι της Μάρθας και με ηρεμία πάει προς την έξοδο του καταφύγιου σφίγγοντας το γράμμα της Έλλης στο άλλο του χέρι. Ανοίγει διάπλατα την πόρτα. Το ξαφνικό φως τον τυφλώνει, και με τα μάτια του να προσπαθούν να εστιάσουν στο φως, γυρίζει προς το σημείο που ακούγεται η φωνή και όταν ξεκαθαρίζει η εικόνα μένει με το στόμα ανοικτό.
Η Έλλη κατέβαινε από μια σκάλα φτιαγμένη από γκρίζους καπνούς φορώντας ένα κατακόκκινο φόρεμα σκιστό, από το οποίο φαινόταν όλο το πόδι και τόνιζε το στήθος της που ήταν πιο τεράστιο και από τον πλανήτη Nibiru.
Κατεβαίνει αργά τα σκαλοπάτια τραγουδώντας και με το χέρι της
τινάζει αργά και ερωτικά τα κόκκινα μακριά μαλλιά της, δαγκώνει τα χείλη της και κοιτάζει λάγνα προς την
μεριά του Αντρέα. Μια θάλασσα από κόσμο που μέχρι πριν λίγο σφαζόντουσαν μεταξύ
τους βρισκόταν ανάμεσα σε εκείνη και τον
Αντρέα και τώρα κατευθυνόταν απειλητικά προς το
μέρος της. Ανοίγει με τα χέρια της τον δρόμο και με το που τους ακουμπάει…
γίνονται στάχτη και πέφτουν κάτω. Καθώς πηγαίνει προς τον Αντρέα αργά και με ηδονή, οποιονδήποτε ακουμπάει
γίνεται στάχτη. Πάντα τραγουδώντας,
σταματάει μπροστά στον Τάκη που με μανία προσπαθεί να παίξει τον αυλό του
αλλά δεν βγαίνει ήχος παρά αέρας. Χαμογελά εκείνη ειρωνικά, τον ακουμπάει, και γίνεται και εκείνος στάχτης με
τον αυλό του να πέφτει κάτω και να σπάει σε δυο κομμάτια. Η Έλλη ξανακοιτάει
τον Αντρέα που πια λίγα μέτρα τους χωρίζανε, έβρεξε τα χείλια της με την γλώσσα της και συνέχισε την πορεία της με ακόμα πιο πολύ ερωτισμό.
Φτάνει μπροστά του, περνάει τα λεπτεπίλεπτα χέρια της γύρω από τον λαιμό του
Αντρέα και του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί… Τα μάτια του Αντρέα έλαμψαν, αφήνει το
γράμμα να πέσει κάτω και αρχίζει να την φιλάει παθιασμένα. Την ίδια στιγμή οι
μάσκες των σοφών του Αγάθωνα γίνανε στάχτη μαζί με όλο τον πλανήτη Αγάθωνα που έπεφτε
κάτω σαν άμμος. Γύρω ακουγόταν κραυγές,
καθώς όλη η πόλη γινόταν στάχτη μαζί με όλους τους ανθρώπους της μηδενός εξαιρεμένου.
Τελειώνοντας το φιλί, ήταν μονάχα οι δυο
τους σε ένα τοπίο άδειο και γεμάτο στάχτη που χανόταν στον ορίζοντα.
-Τώρα είμαστε μονάχα
εμείς οι δυο αγάπη μου… ψέλλισε η
Έλλη. Χωρίς τους Νέμπιας, χωρίς τους Καλόρι, χωρίς τους Ναγουάλ, χωρίς λαδωμένους πολιτικούς, χωρίς τον Τάκη και τα ψέματα του,
την Μάρθα και τα ένοχα μυστικά της…
Μονάχα εγώ κι εσύ… Εγώ κι εσύ… για πάντα ένα ή κανένα…
-Μα… πρέπει να μου δώσεις κάποιες εξηγήσεις…-Θα σου τα πω όλα αγάπη μου… Θα σου λύσω κάθε απορία…
Συνεχίζεται...