15.
Χρειάστηκαν μόνο κάποια δευτερόλεπτα για να
φλασάρει στην αλήθεια. Για να δει τον κόσμο, τρύπα στο μικρόκοσμο που ζούσε.
Μια κοινωνία συντηρητική, τρομαγμένη.
Μια κοινωνία που κρύβεται. Που δημιουργεί φόβους, μάχες εχθρούς, κινδύνους για
να διατηρήσει την παρακμή του ακμαία. Τα απολιθωμένα μυαλά τους ακλόνητα.
Κοίταξε την αδελφή του. Και πάνω της είδε όλη το
την οικογένεια. Την μητέρα του να του κουνά το δάχτυλο, τον θείο Τάκη να τον
«βάζει» στο σωστό δρόμο, και το φάντασμα του πατέρα μέσα από τις διηγήσεις, για το καλό παράδειγμα.
Τον έκαψε σαν ουλή η μνήμη του σφιξίματος της
ρόμπας στη μέση του και τινάχτηκε αντανακλαστικά σαν να προσπαθούσε να λυθεί.
Πόσες και πόσες φορές δεν το είχε ζήσει αυτό, δεν είχε ουρλιάξει δεν είχε
παρακαλέσει, τους δικούς του ανθρώπους… τον έκρυβαν, τον πότιζαν με Αyahuasa και τον βύθιζαν στην ντροπή και τις ενοχές.
Κοίταξε ξανά τη αδελφή του, μα η φωνή της ακουγόταν
σαν από βάθος πια. Κάτι άλλαζε μέσα του, το ένιωθε. Τέρμα ο άβουλος, «πλαδαρός»
Αντρέας, μαριονέττα στα χέρια τους. Άκουσε τον ήχο των σκοινιών που έσπασαν και
έστριψε το κεφάλι του και κοίταξε το άψυχο, λιπόθυμο γυμνό κορμί που κείτονταν
στο πάτωμα. Και δίπλα του τα ρούχα του. Μεταξένια και απαλά να χαϊδεύουν τις
γωνίες που τόσο αγάπησε. Οι ψηλές εφαρμοστές μπότες τσαλαπατημένες. Απομεινάρια
από την λάμψη και την τελειότητα που είχε συνηθίσει να αντικρύζει. Τώρα όμως θα άλλαζαν όλα. Απέναντι σε αυτό το
κορμί, που αγάπησε, πόθησε, μίσησε,
απέτρεψε, σιχάθηκε, ορκίστηκε σιωπηλά πως όλα θα αλλάξουν. Πως η κοινωνία που
μόλυνε την αγάπη τους είναι σκόνη πια. Και τώρα ελεύθερος πια επιστρέφει. Να
του δώσει ζωή και να την μοιραστεί μαζί του. Πλησιάσε και έσκυψε πάνω του.
Έσκυψε και το φίλησε. Ένιωσε τα
ζεστά, ζωντανά χείλη και φύσηξε μέσα του. Σαν να μεταγγίζει την αλλαγή του.
Ένιωσε τον παλμό να δυναμώνει. Άρχισε να χαϊδεύει το ζεστό κορμί, να το
μεταδίδει την δική του ζεστασιά που ανέδυε. Έκλεισε τα μάτια στο κοινό τους
όνειρο και άρχισε να το ψηλαφεί. Τα μακριά πλούσια μαλλιά, το σφιχτό στήθος,
την επίπεδη γραμμωμένη κοιλιά, την ήβη. Και σαν Γκόλεμ, μια μυθική, άβουλη, αλλά παντοδύναμη μορφή φτιαγμένη από πηλό, άρχισε να
ζωντανεύει. Ένιωσε την στύση του μέσα στα χέρια του. Ο πόθος του θηρίο μέσα
του. Ήταν πάλι μαζί.
Η αδελφή του συνέχιζε
να φωνάζει, να κλαίει, να καταριέται, να μαδάει το λυπηρό κρανίο της, καλυμμένο
χρόνια από μαντίλες και φανατισμό. Και όσο εκείνη οδύρονταν, τόσο ξεθώριαζε την
εικόνα της στα μάτια του. Δεν φοβόταν, δεν ντρεπόταν πια.
Μικρές φωνούλες
ικανοποίησης έβγαιναν από τα χείλη του αγαπημένου του. Άνοιξε τα μάτια του Σήκωσε
τις μεγάλες κολλημένες, ψεύτικες, μπλε βλεφαρίδες του και τον κοίταξε. Βλέμμα
ανάμιχτο με χαρά και φόβο. Ήταν αλήθεια; Ήταν εκείνος; Ήταν τότε που ο Αντρέας του
έδωσε το χέρι του και τον σήκωσε. Και εκείνος, με την κομψότητα που είχε
λατρέψει σηκώθηκε σαν λαβωμένο πουλί και έπεσε στην αγκαλιά του.
-
«Αυτός ο Πλανήτης δεν μας
χωρά Αντρέα», του είπε. «Θέλεις να φύγουμε;» «Μακριά από χαμένους ανθρώπους. Να
σωθούμε. Να ζήσουμε. Έλα να βρούμε την Πύλη, που θα μας οδηγήσει στην ευτυχία.
Έλα να περάσουμε στον Freelove Planet. Να κάνουμε μια
καινούργια αρχή».
Ο
Αντρέας έσκυψε και πήρε στα χέρια του το μεταξένιο φόρεμα, τις ταλαιπωρημένες
μπότες και άρχισε να ντύνει την γύμνια του.
Και
πιασμένοι χέρι χέρι πέρασαν ανάμεσα στους τοίχους και χάθηκαν.
…δεν
συνεχίζεται.
Τέλος.