Με
δέουσα λαμπρότητα τιμήθηκε από νωρίς το πρωί ο υπερήρωας-πολιούχος
του Γκόθαμ, Mπατμαν. Μέσα σε κλίμα κατάνυξης εψάλη ο ύμνος που έγραψε μετά
τον άδικο χαμό του η τότε αγαπημένη
του Bat For Lashes χοροστατούντος του ιδρυτή της πόλης Τσακ, όλων των αρχών της
πόλης, σούπερ ηρώων, σχολείων, παραδοσιακών σχολών, Άη Βασίλη και πλήθους
ταματάρηδων.
-
Αντρέα
ξύπνα, θα αργήσουμε! λέει η κα Μάρθα και τρέχει γρήγορα προς την κουζίνα να
βγάλει τη μισοκαμένη πίτα, σε σχήμα νυχτερίδας, απ’ το φούρνο.
-
Μαμάααα
είναι έτοιμα τα ρούχα μου;
-
Ναι
αγόρι μου.
Από
τα χαράματα σιδέρωνε τα ρούχα για τη σημερινή τελετή. Όλα ήταν έτοιμα, η «μαύρη
λαίλαπα» του γιου και τα δικά της… το ατσαλάκωτο πέτσινο κορμάκι, το διχτυωτό
καλσόν, οι μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες, η ροζ κονκάρδα Orgasmo, το κολιέ από κοκαλάκια
νυχτερίδας… όλα δώρα του αδικοχαμένου ήρωα και άντρα της Χαραλάμπη.
-
Δεν
έχει τάμα για φέτος, κά η κε… ψέλλισε κλαμένη η κα Μάρθα.
Πίστευε
ότι κάποια μέρα, οι γιοι και ο αγαπημένος της σύζυγος θα επέστρεφαν σπίτι γι’
αυτό κάθε χρόνο ετοίμαζε πίτα ως τάμα για την φανέρωσή τους. Αλλά μετά τα
τελευταία λόγια των Νέμπιας άρχισε να χάνει της ελπίδες της.
-
Μαμάαααα,
κάποιος χτυπάει την πόρτα.
-
Αντρέα,
παιδί μου, τι έγινε;
Δεν
είχε καταλάβει τίποτα, ήταν τόσο απορροφημένη σχεδόν εξαϋλωμένη. Έτρεξε στην
πόρτα να ανοίξει και τι να δει!!!
-
Τάκη!!!
Καιρούς και…
-
Μάρθα,
μη μιλάς. Την αγκαλιάζει… και της ψιθυρίζει: Με ζητάει το παιδί!
-
Τι
εννοείς;
-
Θα
σου πω, θα σου πω. Πού είναι ο Αντρέας;
-
Στο
δωμάτιο του, ετοιμάζεται...
-
Αντρέααααα…!
-
Θείεεεεε!
Απ’ τη χαρά του ο Αντρέας ποδοπάτησε τη μπέρτα του και βρέθηκε κατάχαμα να
κοιτάει τις λασπωμένες μπότες του θείου του.
-
Αντρέα,
ξέρω ότι με χρειάζεσαι!
-
Μα
θείε, εγώ, δεν… να ξέρεις… η Έλλη…
-
Μη
στεναχωριέσαι αγόρι μου…
-
Μάρθα,
θα χρειαστώ τη βοήθειά σου! λέει ο θείος Τάκης, καθώς κάθεται στην πολυθρόνα
και ανάβει ένα πούρο…
Η
ατμόσφαιρα βαριά, έντονες μυρωδιές… απ’ τη μία το καμένο κέικ απ’ την άλλη τα
ρούχα και οι μπότες του θείου… και αυτό το πούρο…;