Κυριακή 27 Ιουλίου 2014



15.

 Ήταν τότε  που εκούσια είχε αφεθεί σε εκείνο τον εσώτερο στροβιλισμό μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.  Έτσι ναρκωμένος και σχεδόν παραλυμένος που ήταν, ή θα τα κατάφερνε – όπως πάντα τα κατάφερνε όταν ήταν νήπιο πολλά χρόνια πριν- και θα κινούσε έστω ένα δαχτυλάκι από το φθαρτό του σώμα και τελικά θα δραπέτευε απ΄ αυτή την περίεργη και πανίσχυρη δίνη ή όπως ποτέ δεν έκανε θα αφηνόταν στην ολοένα  και επιταχυνόμενη κεντρομόλα σβούρα που συντάραζε το κεφάλι του. Στο κέντρο της δίνης κάποιες εικόνες  παρέμεναν  σχεδόν αδιατάραχτες, αλλά στις άκρες, εικόνες, χρώματα και διαθέσεις είχαν παραμορφωθεί, επιμηκυνθεί , και παραδοθεί στις άγριες που θα λέγαμε εμείς διαθέσεις  του στροβίλου, που στο τέλος του θύμιζε τα ίχνη από τις τροχιές των ηλεκτρονίων..

Κι όταν όλο αυτό έπαψε, η εικόνα στο κέντρο της δίνης του μυαλού του Τζών πάγωσε.
Η ανάμνηση ήταν.
Και κείνη η αίσθηση, η καλύτερα το βίωμα της Θερμοπυρηνικής σύντηξης του υπερκύανου άστρου που έτρεφε μέσα του - κι από την ώρα της σύλληψης του ως έμβρυο  τρεφόταν απ αυτό – ώσπου που μια μέρα το κατάλαβε. Μια μέρα που έσκασε γλυκά κι ολόθερμα μέσα του το σύμπαν σε μια γιγάντια σούπερ νόβα. Τη μέρα που άκουσε μουσική μέσα του…

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

14. 

Επί χρόνια τον στοίχειωναν οι κραυγές απόγνωσης των ανθρώπων που πέθαιναν αργά γύρω του εκείνη τη νύχτα, μην αντέχοντας το κρύο, ενώ ο ίδιος είχε εξασφαλίσει μια θέση στη σωσίβια λέμβο. Η ατμόσφαιρα , όπως άλλωστε και οι αναμνήσεις, γινόταν ακόμη πιο εφιαλτική, καθώς κάποιες σωστικές λέμβοι, ελάχιστα γεμάτες, δεν επέστρεψαν ποτέ να σώσουν μερικούς από εκείνους που έκαναν δραματική έκκληση για βοήθεια.


Ήταν εκεί, στο απόλυτο σκοτάδι, πάνω από το παγωμένο νερό, δίχως να ελπίζει σε τίποτα. Σκεφτόταν ότι αυτό είναι το τέλος. Και προσευχόταν... ώσπου το ξανθό κορίτσι άρπαξε το χέρι του και τον έσυρε με απίστευτη δύναμη να ανέβει στη βάρκα.

Θα ‘ταν δε θα ‘ταν είκοσι χρόνων. Τον συντρόφευσε όλη εκείνη τη νύχτα, μα το επόμενο πρωί μέσα στην αναστάτωση χάθηκε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομά της, παρά μόνο το γλυκό της χαμόγελο και τη λαχτάρα της να παλέψει, να τα καταφέρει. Να βρει την αδερφή της που είχε επιβιβαστεί σε άλλη βάρκα, να αγκαλιάσει και πάλι τους γονείς της, να ξαναδεί τις πολυαγαπημένες γάτες της!

-        Όλα θα περάσουν γρήγορα…Θα το δείς, του είχε πει το χαμηλόφωνα χαιδεύοντάς του μέτωπο.


Καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού αναρωτιόταν, όπως έκανε συχνά, αν υπήρξε πραγματικά ή αν η φαντασία του έπαιζε ακόμη ένα από τα αγαπημένα της παιχνίδια. Αυτά τα λόγια και το χάδι του κοριτσιού όμως τον είχαν σώσει εκείνο το βράδυ και η ανάμνησή τους έγινε το καταφύγιό του σε όλα τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν…


Δύο χτυπήματα στην πόρτα του υπνοδωματίου διέλυσαν τις θολές του σκέψεις.

-      - Τζον; ακούστηκε η φωνή του Πωλ κι έπειτα ξεπρόβαλε και ο ίδιος κοιτώντας τον στα μάτια σα να περίμεναν κι οι δυο τους τούτη τη στιγμή. Έφτασε η ώρα, πάμε δίπλα…

Τον βοήθησε να σηκωθεί και να φορέσει καθαρά ρούχα. Έπειτα κατευθύνθηκαν με αργά βήματα αλλά πιο αποφασιστικά από ποτέ στο διπλανό διαμέρισμα…

Στο διαμέρισμα της χήρας Χίλντα τίποτε δε θύμιζε την ευχάριστη ατμόσφαιρα στην αρχή του δείπνου. Το εύθυμο κλίμα και τις αβρότητες μεταξύ των συνδαιτυμόνων είχε πλέον διαδεχθεί η ψυχρότητα, η σιωπή και η αγωνία. Η άφιξη της Λίμπυ Χόλμαν πριν από λίγο είχε ξαφνιάσει τους αρσενικούς της παρέας και ιδιαιτέρως το Μόζυ.



- Τώρα που έφτασε και ο Τζων και είμαστε όλοι εδώ είναι ώρα να πέσουν οι μάσκες, ανακοίνωνε η Χίλντα κάθως σέρβιρε με φροντίδα στους καλεσμένους σπιτική πουτίγκα λεμονιού….


Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Interlude

Άγνωστος χρόνος και τόπος


Ο Τζόν άνοιξε τα μάτια του με δυσκολία. Κρύωνε πολύ και ταυτόχρονα το πρόσωπο του έκαιγε... Είχε σίγουρα πυρετό... Κατάφερε να γυρίσει το κεφάλι του. Τότε είδε εκείνη να ψήνεται στο πυρετό... 
-Όλα θα περάσουν γρήγορα... της ψέλλισε... Θα το δεις...
Ξανακλείνει τα μάτια του εξαντλημένος...



                                                                                                     Συνεχίζεται...





Σάββατο 5 Ιουλίου 2014



13.

Νέα Υόρκη, Μάρτιος 1931

Είχε περάσει  ήδη μια βδομάδα από την γνωριμία του με την Ρεντ. Ο  Σκαρ  περνούσε τις μέρες του ψάχνοντας για τον τύπο στην φωτογραφία και τα βράδια του στο κρεβάτι με την Ρεντ. Πολύ γρήγορα διαπίστωσε ότι και οι δύο δραστηριότητες του είχαν γίνει  έμμονη ιδέα.  Κατά τη διάρκεια της μέρας τα βήματά του τον έφερναν όλο και πιο κοντά στο μυστήριο της εξαφάνισης του Τζον Σάντλερ από τη στιγμή που διασώθηκε από το ναυάγιο του Τιτανικού, ενώ τα βράδια χανόταν με απόλαυση στα μυστήρια που έκρυβε η Ρεντ, αν και πολύ αμφέβαλε ότι  ήταν αυτό το πραγματικό της όνομα. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και χρόνια που ο Σκαρ ένιωθε ότι κάτι τον συνεπαίρνει, ότι έχει μια αίσθηση σκοπού. 

Οι έρευνες του τον οδήγησαν από τα επίσημα αρχεία της Εταιρείας «White Star» πλοιοκτήτριας του Τιτανικού, στα αρχεία του Κεντρικού Νοσοκομείου της Νέας  Υόρκης και από  εκεί  στο άσυλο για τους ψυχικά ασθενείς  πού είχε κλείσει πριν λίγα χρόνια.   Για λίγο πίστεψε ότι είχε βρεθεί σε αδιέξοδο, αλλά τότε η τύχη του χαμογέλασε στο πρόσωπο του Σιντ  Τζάσπερς , ενός   νοσοκόμου, που  εργαζόταν στο άσυλο και είχε βγει στην σύνταξη πριν από λίγο καιρό. Ο Σιντ θυμόταν πολύ καλά τον Τζον Σάντλερ. «Ήταν χαμένος  στον κόσμο του, του  περιέγραψε,  είχε συχνά οράματα για τον βυθό της θάλασσας και του άρεσε να κάνει κήρυγμα για το τέλος του κόσμου ανεβασμένος στη βάση του αγάλματος που υπήρχε στο κεντρικό προαύλιο».
Αυτό έκανε ένα καμπανάκι να  χτυπήσει στο μυαλό του Σκαρ. Κάτι του θύμιζε αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι. Και φυσικά, όσο πιο πολύ προσπαθούσε, τόσο του διέφευγε. Αποφάσισε να ψάξει στα καταφύγια αστέγων της  Νέας Υόρκης και στις φιλανθρωπικές οργανώσεις που μοίραζαν  συσσίτια στους πληγέντες από την οικονομική κρίση.  Ωστόσο  δεν ήταν εύκολη δουλειά, καθώς  το κραχ είχε αφήσει χιλιάδες ανθρώπους κυριολεκτικά στο δρόμο.

Νέα Υόρκη,  Μάρτιος  1931

Ο Μόζυ σήκωσε το ποτήρι του και έκανε μια πρόποση: « σε όλους τους αγαπημένους, παλιούς και νέους», κοιτάζοντας  έντονα προς το μέρος του Πώλ. Βρίσκονταν  όλοι στο σπίτι της Χίλντα της αγαπημένης του ξαδέρφης που τον φιλοξενούσε εδώ και λίγες μέρες από τη στιγμή που έφτασε στην Νέα Υόρκη. Είχε έρθει  εδώ με έναν σκοπό που  φανταζόταν ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να τον πετύχει. Να όμως που ο «σκοπός» ήρθε και τον βρήκε ο ίδιος  πριν καλά καλά ανοίξει τις βαλίτσες του. Και να που ο σκοπός αυτός ήταν διαβολεμένα γοητευτικός και είχε φέρει τα πάνω κάτω στα σχέδια του Μόζυ μέσα σε λίγες μέρες.  Ο Πωλ τον κοίταξε χαμογελώντας μισοκλείνοντας τα μάτια του και αντιγύρισε την πρόποση: «εύχομαι να βρεις αυτό που ψάχνεις  στη ζωή Μόζυ, καλώς ήρθες».

Την πρώτη μέρα της άφιξής του, όταν η Χίλντα είχε καλέσει, γεμάτη χαρά,  τον γείτονά της,  για να του γνωρίσει τον ταλαντούχο της ξάδερφο που κατέφτασε από το Παρίσι, η  έκπληξη του Μόζυ ήταν τόση που με δυσκολία κατάφερε να ψελλίσει δυο τρία τυπικά λόγια. Ο Πωλ πρέπει να τον είχε περάσει για ηλίθιο. Όταν ξεπέρασε το αρχικό σοκ  και συνειδητοποίησε ότι ο άνθρωπος που είχε έρθει να σκοτώσει,  ήταν «το αίσθημα» της ξαδέρφης του- αν και πολύ αμφέβαλε ότι και ο Πωλ ένιωθε το ίδιο- αποφάσισε να ερευνήσει το θέμα λίγο περισσότερο. Ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Πωλ και πως ο θάνατος του ή η ζωή του σχετιζόταν  με την Μαντλέν;    Στις μέρες που είχαν περάσει, είχε μάθει μερικά πράγματα, είχε διαισθανθεί περισσότερα, αλλά είχε πέσει και στην παγίδα της γοητείας του Πωλ, όπως ακριβώς και η ξαδέρφη του.  «Φαίνεται ότι είναι ελάττωμα της οικογένειας» σκέφτηκε με πίκρα. « Αδύνατον να αντισταθούμε  σε δύο γαλάζια μάτια, όταν μάλιστα βρίσκονται σε συνδυασμό με τέτοια κορμοστασιά και τέτοια φωνή».
Ο Πώλ όμως συνέχισε ανύποπτος για τις σκέψεις του: «Ας περιμένουμε λίγο πριν αρχίσουμε το φαγητό, ο Τζόν μου υποσχέθηκε ότι θα είναι εδώ ακριβώς στις  8.00». Την ίδια σχεδόν  στιγμή χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και η Χίλντα σηκώθηκε να ανοίξει. Όταν ο Μόζυ είδε τον άνθρωπο που μπήκε στο διαμέρισμα, έμεινε, για άλλη μια φορά, στήλη άλατος και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι  κάποιος του έπαιζε ένα πολύ άσχημο παιχνίδι.

Συνεχίζεται……………………….