Σάββατο 26 Απριλίου 2014

3.



ΝΕΑ  ΥΟΡΚΗ,  27 Νοεμβρίου 1930


Τα μάτια όλων καρφώθηκαν στην πίστα καθώς έκανε την εμφάνισή της η Λίμπυ Χόλμαν.  Ντυμένη με ένα στενό, διάφανο φόρεμα, κεντημένο με πούλιες και έντονα βαμμένη, ήταν μια από τις πιο όμορφες και ποθητές γυναίκες της νύχτας στην Νέα Υόρκη του μεσοπολέμου, της τζαζ και της ποτοαπαγόρευσης.

Ο Πωλ την είχε δει στις αφίσες του μαγαζιού και είχε ακούσει τις φήμες που έλεγαν ότι ήταν φιλενάδα του Τζάκ Ντάιαμοντ , ενός από τους αρχηγούς της Μαφίας της πόλης. Το να την βλέπει όμως από κοντά ήταν άλλο πράγμα.  Η θεϊκή φωνή της σε συνδυασμό με την εμφάνιση  τον έκαναν να μην μπορεί να ξεκολλήσει τα μάτια του από επάνω της. 



«Σύνελθε», είπε νοερά στον εαυτό του, «είναι πολύ έξω από τις δυνατότητές σου. Ούτε που να το σκέφτεσαι». Παρ όλα αυτά η φωνή της λογικής δεν εισακούστηκε και ο Πωλ συνέχιζε να την κοιτάζει μαγεμένος.

Η Λίμπυ κατέβηκε από την πίστα και άρχισε να τραγουδάει και να χορεύει ανάμεσα στο κοινό που την αποθέωνε. Ο τύπος που καθόταν στο μπαρ δίπλα από τον Πωλ πρέπει να βρισκόταν ήδη στο πέμπτο ποτό της βραδιάς. Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα , η γραβάτα του λυμένη και τα μάτια του γυάλιζαν  από το αλκοόλ. 

« Για δες  αδερφάκι μου ! Τι κουκλάρα!» , είπε δίνοντας μια αγκωνιά στο πλευρό του Πωλ. «Πάω στοίχημα ότι πάει γυρεύοντας!»  Και καθώς η Λίμπυ έφτασε κοντά τους, την άρπαξε, έχωσε το χέρι του στο αποκαλυπτικό ντεκολτέ της και την φίλησε άγρια στο στόμα.


Η κοπέλα  έστρεψε θυμωμένη το κορμί της για να ξεφύγει από αγκάλιασμα του μεθυσμένου και άφησε μια κραυγή αγανάκτησης.

Ο Πωλ, χωρίς να σκεφτεί στιγμή τι έκανε, έδωσε ένα γερό άπερκατ στον  διπλανό του και τον έριξε νοκ άουτ.   Τόσοι μήνες σκληρής δουλειάς στην οικοδομή του είχαν χαρίσει σιδερένια χέρια και άλλωστε ο τύπος ήταν τύφλα και απροετοίμαστος για την επίθεση.

Την αμέσως επόμενη στιγμή, οι μπράβοι του μαγαζιού έκαναν την εμφάνιση τους και τον πήραν σηκωτό.Ο Πωλ είχε χάσει πια τη διάθεσή του για ποτό και αφού πλήρωσε γύρισε για να φύγει. Μπροστά του όμως στεκόταν ένας από τους σκληρούς  του μαγαζιού και του έκοβε το δρόμο.

«Η μις Χόλμαν  ζήτησε να σας δει» του είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση. Ο Πωλ τον  ακολούθησε απρόθυμα και διέσχισαν μαζί το πλήθος μπαίνοντας στα κακοφωτισμένα παρασκήνια του κλάμπ. Ο μπράβος τον οδήγησε μπροστά σε μια πόρτα και τον άφησε μόνο του.

Ο Πωλ δίστασε μια στιγμή,μην ξέροντας τι περίμεναν από αυτόν, αλλά με ένα ανασήκωμα των ώμων χτύπησε δυό φορές την πόρτα.

«Πέρνα», ακούστηκε μια βαριά αντρική φωνή από μέσα και ο Πωλ μπήκε στο καμαρίνι. Μπροστά του είδε εκτός από την Λίμπυ , που –αν ήταν δυνατόν- ήταν ακόμα πιο όμορφη τώρα που ήταν αμακιγιάριστη, και τον Τζάκ Ντάιαμοντ, τον φημολογούμενο φίλο της  διαβόητο για την συμμετοχή του στο εμπόριο όπλων και ποτών.
 


« ‘Ελα δω φίλε»  του είπε ο Ντάιαμοντ, « η κυρία θέλει να σε ευχαριστήσει».

« Δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο» ψέλλισε ο Πώλ.

« Μα πώς...» του είπε η Χόλμαν με καρφωμένα τα μάτια της επάνω του «Δεν υπάρχουν και πολλοί τζέντελμεν  στην δουλειά που κάνω, και υπάρχουν ακόμη λιγότεροι που θα τα έβαζαν με τον γιό του  Άντριου Μέλοουν , του πλουσιότερου άντρα της  Νέας Υόρκης. Θέλω να σου πω ότι εκτίμησα πολύ αυτό που έκανες!»

« Δε μου λες παλληκάρι» , συνέχισε ο Ντάιαμοντ, τι δουλειά κάνεις και πόσα πληρώνεσαι;»

Ο Πώλ το κοίταξε ζυγίζοντάς τον από πάνω ως κάτω. Ήταν αναμφίβολα ένας πολύ επικίνδυνος άνθρωπος , αλλά – σκέφτηκε- τι στο διάολο,  δεν έβλαπτε να του πει.

«Δουλεύω στην κατασκευή του EMPIRE STATE και παίρνω 300 δολάρια την εβδομάδα» απάντησε.

« Έχω να σου κάνω μια πρόταση» συνέχισε ο γκάνκστερ,  κοιτάζοντάς τον έντονα.



Συνεχίζεται ……..

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

2.


6 μήνες πριν το μεγάλο γεγονός

Η Μαντλέν  Σελλιέ, χάιδεψε με το βλέμμα της  τους δαντελένιους κύκλους που σχημάτιζε η παγωμένη ομίχλη γύρω από τα φώτα της λεωφόρου Σαιν Ζερμέν. Τα θαμπά, χνοασμένα τζάμια του Καφέ ντε Φλορ, η βαριά, γεμάτη καπνούς ατμόσφαιρα της σάλας, η μελαγχολική μουσική του ακορντεόν και η «πράσινη νεράιδα», έκαναν στα μάτια της το θέαμα ακόμη πιο απόκοσμο και παραμυθένιο. 


Προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Το σκαλιστό κουταλάκι με τον υγρό κύβο ζάχαρης, ισορροπούσε μαγεμένο στα χείλη του ντελικάτου ποτηριού. Το αψέντι, υγρό σμαράγδι, πέταξε πράσινες αστραπές στο αντίκρισμα της φλόγας. Με μια νωχελική κίνηση άναψε το τσιγάρο στην άκρη της μακριάς κοκάλινης πίπας και με την ίδια νωχέλεια, έβαλε φωτιά στον ζαχαρένιο κύβο: η «πράσινη νεράιδα» ξεκινούσε τον ξέφρενο χορό της. 


Γλίστρησε πάλι μέσα της. Το Φάκενχαμ– το πιο βαρετό μέρος του πλανήτη –όπου είχε γεννηθεί ως Μαντυ Σάντλερ, με τους φαιούς μίζερους ανθρώπους, την στενόμυαλη ηθική και τα σκονισμένα, ασήμαντα εργοστάσια που ξέρναγαν καπνό και πλήξη, έμοιαζε ξεθωριασμένο όνειρο, κι ας μην είχε περάσει ούτε  χρόνος που το άφησε πίσω της. Το ίδιο ξεθωριασμένη της φαινόταν  μέσα της και η εικόνα του παλιού της εαυτού. Εκείνη, της κοκαλιάρικης επαρχιώτισσας με τις πλεξούδες, τα άχαρα τουΐντ και τα χοντροπάπουτσα,  που χώρεσε όλη την γκρίζα ζωή των είκοσι  της χρόνων σε μια μικρή βαλίτσα από χοιρόδερμα και έκανε το ακατανόητο: ξεκίνησε μόνη της - γυναίκα,  στον κόσμο τούτο των αντρών λίγο  πιο πάνω από ζώο, δηλαδή - να φτιάξει μια ζωή δική της, έναν εαυτό «κατά παραγγελία» της.
Το είδωλο του καινούριου αυτού εαυτού την κοίταζε  τώρα ηδονικά μέσα από την θαμπή αντανάκλαση του κρύου τζαμιού. Ξυρισμένα φρύδια, και στη θέση τους μια μόνη μολυβιά. Βαριά βαμμένα βλέφαρα. Βαθυκόκκινα χείλη. Μια χλωμή μάσκα πλαισιωμένη από μαύρα μαλλιά κομμένα τετράγωνα, στηριγμένη σε έναν μακρύ εύθραυστο λαιμό. Ένα παράξενο εξωτικό λουλούδι, ή κάποια μυθική βασίλισσα των Αιγυπτίων, νεκρή από αιώνες. Ένα ξόανο που λατρεύουν οι νεαροί ζωγράφοι, αυτοί που βλέπουν τον κόσμο μέσα από τετράγωνα σχήματα, οι  μεθυσμένοι από αλκοόλ και έρωτα ποιητές, οι κοσμοπολίτες συγγραφείς και οι μποέμ φωτογράφοι.
Η δική τους “Chat Rouge”, η «Κόκκινη Γάτα» της Μονμάρτρης, η μούσα τους, η  θεά τους. 


Με την πρώτη γουλιά, ένιωσε το σώμα της να ξυπνά,  τον σφυγμό της να τρελαίνεται. Γύρω της η σάλα είχε γεμίσει. Έξω στο παγωμένο ψιλόβροχο, μια μικρή μαυροντυμένη ομάδα πορευόταν, φωνάζοντας ακατανόητα συνθήματα για την καθαρότητα της φυλής. Μέσα, μια παρέα μεθυσμένων Αμερικανών αντάλλαζαν ευχές για την ημέρα των ευχαριστιών, χαρούμενοι που βρίσκονταν σ’ ετούτη την λαμπρή, ελεύθερη  πόλη, μακριά από την χώρα τους τη βυθισμένη στο κραχ και την κατάθλιψη.
 Ο μικρόσωμος ακορντεονίστας που συνόδευε με την τρυφερή του μουσική τους απογευματινούς θαμώνες αποσύρθηκε, και τη θέση του πήρε μια ορχήστρα νεαρών,  που άρχισαν να παίζουν ένα αργό , αισθησιακό ρυθμό
Τζαζ. Η «Γάτα» ένοιωσε την δίνη της μουσικής να την παρασέρνει. Τεντώθηκε, ίσιωσε το φόρεμα στους γοφούς της και κατευθύνθηκε με το χαρακτηριστικό αιλουροειδές βήμα της  προς την πίστα.

                                                             .... Συνεχίζεται

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

1.



6 μήνες πριν το μεγάλο γεγονός


 -Πρόσεξε το σίδερο! Ακούστηκε μια αντρική φωνή από μακριά. Ο Άλλος άντρας έκανε έναν περίεργο ελιγμό κινδυνεύοντας να πέσει από αυτό το χαώδες ύψος.
-Είσαι τρελός; Θέλεις να σκοτωθείς; Ή θέλεις να σε απολύσουν;  Έλα, πάμε  να φύγουμε, τελειώσαμε για σήμερα.
Ο Πωλ έξυσε αμήχανα το κεφάλι του  και κάθισε κάτω να απολαύσει την θέα.


  Ήξερε ότι η κατασκευάστρια εταιρεία δεν σήκωνε και πολλά λάθη. Ελάχιστη καθυστέρηση, ένα παραμικρό λάθος, και θα βρισκόταν ανάμεσα στους άνεργους της Νέας Υόρκης και εκατοντάδες ήταν εκείνοι που περίμεναν από κάτω για να του πάρουν πολύ ευχαρίστως την θέση του. Μπορεί η κατασκευάστρια εταιρεία να ήταν απαιτητική και η δουλειά να τον έφερνε πέρα από τα όρια της αντοχής του όμως άξιζε τον κόπο. Τα διπλάσια χρήματα   που του έδιναν, και καθ’ ότι  ζούσε μόνος, του επέτρεπαν να ζει πιο άνετα από τους περισσότερους κάτοικους της Νέας Υόρκης του 1930, μέσα στην οικονομική κρίση . Πήρε τον μεγάλο γάντζο να τον κατεβάσει στο έδαφος και κοίταξε το ολοκαίνουριο κτίριο Κραισλερ στο βάθος.





Εξάλλου  ήταν και θέμα περηφάνιας. Μπορεί αυτή την στιγμή το κτίριο Κραισλερ να ήταν το ψηλότερο κτίριο της πόλης, αλλά όταν τέλειωνε το Empire State θα έπαιρνε εκείνο τον τίτλο του ψηλότερου κτιρίου. Και σίγουρα ήθελε να είναι μέρος της κατασκευής του και ίσως να διηγείται την ιστορία στους απογόνους του γεμίζοντας τους περηφάνια για όσα κατάφερε ο ίδιος με τόσο κόπο. Μια φωνή τον διέκοψε από τις σκέψεις του:
-Τι θα κάνεις απόψε;
Ο Πωλ ούτε που είχε καταλάβει πότε έφτασε στο έδαφος. Βάζει το λερωμένο μπουφάν στην πλάτη, και χαμογελάει στον συνάδελφο του.
-Θα βγω απόψε για ένα ποτάκι μια και αύριο είναι η Μέρα των Ευχαριστιών και δεν δουλεύουμε.  Εσύ τι θα κάνεις Τζον;
-Για σένα είναι η ζωή! Εγώ τι να κάνω; Θέλω να περάσω λίγο χρόνο με την γυναίκα και τα παιδιά. Αναγκαστικά δηλαδή, μην κοιτάς που είσαι μόνος εσύ, τα χρήματα δεν φτάνουν να συντηρήσουν μια ολόκληρη οικογένεια.
Αυτά τα λόγια ήταν σαν μαχαίρι στην καρδιά του Πωλ. Ήταν ήδη 38 ετών και  ήθελε τόσο πολύ να αποκτήσει μια οικογένεια αλλά οι περιστάσεις ποτέ δεν του έδωσαν αυτήν την ευκαιρία. Γυρνώντας στο σπίτι του, έπεσε ξερός για ύπνο. Η καθημερινή κούραση ήταν τόσο μεγάλη, που γυρνώντας από την δουλειά δεν είχε ούτε καν την δύναμη να βγάλει την φόρμα εργασίας για να κοιμηθεί, πόσο μάλλον να βάλει τάξη στο πολύ μικρό του διαμέρισμα που επικρατούσε το απόλυτο χάος. Πολλές φορές ξυπνούσε κατευθείαν το επόμενο πρωινό για να πάει στην δουλειά αλλά  όχι, όχι αυτή την φορά. Απόψε είχε σκοπό να βγει έξω. Ο Πωλ ξύπνησε το βράδυ, έκανε ένα μπάνιο, έβαλε ό,τι καλύτερο ρούχο διέθετε και ξεκίνησε για το αγαπημένο του καμπαρέ. Φτάνοντας απ’ έξω, ο πορτιέρης τον χαιρέτησε.
-Πωλ! Έχουμε πάρα πολύ καιρό να σε δούμε! Πάει πάνω από χρόνο!
-Σας έλειψα; Απάντησε χαμογελώντας.
-Συγνώμη φίλε, αλλά είμαι υποχρεωμένος να ρωτήσω: Λεφτά έχεις;
Ο Πωλ έβγαλε το πορτοφόλι του, του το έδειξε, και ο πορτιέρης του άνοιξε  την πόρτα. Μπήκε μέσα και κάθησε στο μπαρ (τα τραπέζια είναι για τους πιο φραγκάτους της πόλης), παράγγειλε το ποτό του, και πάνω στην ώρα η φίρμα του μαγαζιού βγήκε στην σκηνή να τραγουδήσει.


Συνεχίζεται...

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Άπογείωση μέρος 2





Tο ποντικοδρόμιο απογειώνεται και ξεκινά και  πάλι μέσα στα ταξίδια των λέξεων. Στην πρώτη ιστορία που γράψαμε, δεν γνωρίζαμε τι  να περιμένουμε από αυτό το μικρό πειραματάκι. Δεν γνωρίζαμε πως γράφει ο κάθε ποντικοδρόμος αλλά ούτε και την συνέχεια της ιστορίας που μας ήταν τόσο άγνωστη όσο και σε εσάς. Ήταν ένα ταξίδι που το διασκεδάσαμε όσο ελπίζουμε να το διασκεδάσατε κι εσείς. Γι’αυτό αποφασίσαμε να  ξεκινήσουμε ένα δεύτερο ταξίδι, και σας καλούμε να απογειωθείτε μαζί μας από το επόμενο κι’ολας Σάββατο.

Αυτή η δεύτερη και ανεξάρτητη ιστορία, έχει άλλες προκλήσεις να μας φέρει:  Κατ’αρχήν να δημιουργήσουμε κάτι εντελώς καινούριο! Να δοκιμάσουμε ξανά τον τρόπο που γράφουμε! Και φυσικά, νέοι ποντικοδρόμοι που θα δώσουν καινούριο αέρα μυστηρίου σε αυτό που ξεκινάμε!  

Οι παλαιοί αναγνώστες γνωρίζετε τους κανόνες ήδη. Ας τους επαναλάβουμε για τους νέους αναγνώστες: Το επόμενο Σάββατο ξεκινάει η ιστορία μας, και κάθε Σάββατο ένας ποντικοδρόμος θα συνεχίζει την ιστορία, το πώς θα συνεχίσει είναι άγνωστο σε όλους μας. Η κάθε συνέχεια θα αποτελείται από 500 περίπου λέξεις, και μοναδικός κανόνας είναι να μην αναιρούμε τα γραφόμενα των υπολοίπων.

Επειδή ακριβώς η συνέχεια είναι εντελώς άγνωστη σε όλους μας, περιμένουμε τα σχόλια, τις αντιδράσεις σας, τις ιδέες σας, τις υποψίες σας και την…παρέα σας!

Καλή μας απογείωση!