Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

19.



Nέα Υόρκη – Μάιος 1931
Λίγες ώρες πριν το μεγάλο γεγονός.

Ο Πωλ κινήθηκε γρήγορα μέσα στο γνωστό σκοτεινό σοκάκι. Μετά την περιπέτεια τους στο τμήμα, με τον θάνατο της Χίλτντα, κατηγόρησαν την Λίμπυ για τον θάνατο της και οι υπόλοιποι αφέθησαν ελεύθεροι. Είπαν λέει πως εκείνη είχε σχέση με την μαφία και είχε και κίνητρο αφού υπήρξε κάποτε αντιζηλία για το ποια θα εμφανίζεται στο μαγαζί. Ο Πωλ όμως ήξερε πως δεν ήταν πραγματικότητα και έπρεπε να σχεδιάσει τα επόμενα βήματα. Έπρεπε να συναντήσει εκείνη την μυστηριώδη σκιά για να καθορίσουν το τελικό σχέδιο δράσης. Φτάνοντας στο προκαθορισμένο σημείο δεν είδε κανέναν. Περίεργο. Ήταν πάντα στην ώρα του. Έβγαλε το ρολόι από την τσέπη του: Όχι, δεν είχε φτάσει νωρίτερα. Καθώς το έβαζε ξανά μέσα πρόσεξε κάποιες κηλίδες αίματος στον δρόμο. Τις ακολούθησε.  Οδηγούσαν πίσω από τον κάδο στο αδιέξοδο δρομάκι. Σέρνει τον κάδο, και μένει με το στόμα ανοικτό. Ο συνεργάτης του ήταν νεκρός. Ο Σκαρ είχε πυροβοληθεί στο πόδι και έπειτα στο κεφάλι. Άρχισε να τρέχει γρήγορα να φύγει από τον τόπο του εγκλήματος πριν τον πάρει κάποιο μάτι και βρει εκείνος τον μπελά του. Ήταν μπερδεμένος. Μα ποιος τον σκότωσε; Σίγουρα όχι η Μαντλέν. Είχε φροντίσει να έχουν σεξουαλική σχέση μαζί της μετά τα γεγονότα του τμήματος. Να έχεις τους φίλους κοντά και τους εχθρούς ακόμα πιο κοντά. Και όταν δεν ήταν μαζί του, ήταν με τον πατέρα της που ο καημένος τα έχανε όλο και πιο πολύ. Όχι, σίγουρα δεν ήταν η Μαντλέν. Σταμάτησε για λίγο το βήμα του. Ο Μοσέ!



Από το ημερολόγιο του Τζον

Ο άμοιρος ο Πωλ τα έχασε. Δεν περίμενε να δολοφονήσω τον Σκαρ. Η οργή τον κυρίευσε και πήγε στο μικρό διαμέρισμα που είχε ενοικιάσει ο Μοσέ. Με το που άνοιξε την πόρτα ο Μοσέ είδε έναν σιγαστήρα και ένα όπλο να τον σημαδεύουν στο μέτωπο. Δεν πρόλαβε να δει κάτι άλλο, ο Μοσέ έπεσε νεκρός. Καλά να πάθει ο άθλιος, τόσες φορές είχε την ευκαιρία να τον καθαρίσει εκείνος, αλλά πάντα λύγιζε, ήταν λίγο ερωτευμένος με τον Πωλ. Αλλά ο έρωτας καμιά φορά σκοτώνει. Πραγματικά, δεν μπορούσαν να πάρουν καλύτερη τροπή τα πράγματα. Με γλύτωσε από τον κόπο, άσε που αν το μάθαινε η μικρή μου, θα την έχανα για πάντα. Ενώ τώρα μόλις μάθει τι έκανε ο Πωλ θα τον μισήσει αφάνταστα και θα τον σκοτώσει πιο εύκολα. Γιατί κακά τα ψέματα, τώρα τελευταία νομίζω ότι η Μαντλέν μου βλέπει κάπως διαφορετικά τον Πωλ, σαν να έχει ξεχάσει ποιος είναι ο σκοπός της πίσω από αυτή την σχέση. Όπως και να έχει, σήμερα θα τελειώσουν όλα.



Αυτή ήταν και η τελευταία καταχώρηση με τα γράμματα του Τζον.

                                                                                                                                       Συνεχίζεται...

Σάββατο 16 Αυγούστου 2014



18.

  Wensum Lodge Hotel, Φάκενχαμ, 28 Μαΐου 2010


Ήταν περασμένο απόγευμα και το φως έσβηνε γοργά στον ανοιξιάτικο ουρανό του Φάκενχαμ όταν η Μιρτλ άφησε από τα χέρια της τις σημειώσεις του Τζων. Κοίταξε αφηρημένα έξω από το παράθυρο τα σύννεφα που βάφονταν πορτοκαλί από τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου, με το μυαλό της ακόμη σε όσα είχαν συμβεί 80 χρόνια πριν.



Όλα είχαν ειπωθεί στις παραληρηματικές σελίδες του Τζων αλλά και στις σημειώσεις που είχε κρατήσει αργότερα η γιαγιά της. Και ήταν πέρα από κάθε φαντασία…. Ήταν ποτέ δυνατόν η ιστορία της οικογένειάς της, που φαινόταν στα μάτια της μια τυπική, βαρετή αγγλική οικογένεια, να κρύβει τόσα πάθη, τόσο αίμα και βία; Η εκπαίδευσή της στην κλινική ψυχολογία την έκανε να θέλει να αναλύσει όλα τα κίνητρα και τα αίτια του κάθε πρωταγωνιστή της μακρινής αυτής ιστορίας, αλλά και τα κατάλοιπα που, πιθανά,  άφησαν στην ίδια εν αγνοία της. Γενετική μνήμη, κληρονομικότητα, συμπεριφορισμός, ανατροφή, τι από όλα αυτά την είχε επηρεάσει στο να γίνει αυτό που είναι σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη ποιοι ήταν οι πρόγονοί της;


Αποφάσισε να βάλει τα γεγονότα σε μία λογική σειρά, έτσι όπως τα κατάλαβε από την αποσπασματική διήγηση του προπάππου της Τζων:


-          Τον Απρίλιο του 1912, ο πατέρας της γιαγιάς της,  Τζών Σάντλερ, ξεκινά με τον «ΤΙΤΑΝΙΚΟ» για να κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι ως την Νέα Υόρκη, όπου τον περίμενε η υπόσχεση μιας λαμπρής καριέρας ως επικεφαλής του νέου υποκαταστήματος  της νομικής  εταιρείας  «Dorsey & Witney», στην οποία εργαζόταν, αφήνοντας πίσω την γυναίκα του Άννα Ντόρσεϋ και την μικρή του κόρη Μαντλέν – γιαγιά της  Μιρτλ- με την υπόσχεση ότι πολύ σύντομα θα τις καλούσε κοντά του, όταν πια θα είχε τακτοποιηθεί και τα πράγματα θα είχαν μπει σε μια τάξη στη δουλειά.

-          Αλλά η αλήθεια πίσω από την φυγή του Τζων ήταν διαφορετική. Ως φέρελπις νέος δικηγόρος από μια γνωστή αστική οικογένεια του Λονδίνου, είχε εύκολα βρεί δουλειά σε μια από τις μεγαλύτερες φίρμες της εποχής, την «Dorsey & Witney», όπου πολύ σύντομα ανέβηκε στην κλίμακα της ιεραρχίας χάρη τόσο στα προσόντα του αλλά και την προσωπική του γοητεία που βρήκε σχεδόν αμέσως ανταπόκριση από την νεαρή κόρη του ενός εκ των συνιδιοκτητών της εταιρείας με την οποία παντρεύτηκαν και απέκτησαν την Μαντλέν. Ο γάμος τους όμως δεν ήταν ευτυχισμένος. Ο Τζων χρησιμοποίησε την γυναίκα του για να επιτύχει μια θέση συνεταίρου στην εταιρεία του πατέρα της, αλλά ποτέ δεν την αγάπησε. Η Άννα δυστυχισμένη παρακολουθούσε τον άντρα της να έχει μια σειρά από εφήμερες περιπέτειες χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, μιας και τα ήθη της εποχής αλλά και οι απαιτήσεις της κοινωνικής τους θέσης, ήθελαν από την σύζυγο να βρίσκεται υποταγμένη στο πλευρό του συζύγου της.

-          Η οριστική ρήξη στο γάμο τους, ήρθε όταν ο Τζων ερωτεύτηκε παράφορα την γραμματέα του Κάθριν Μπάκλεϋ. Μπορεί η Άννα να ανεχόταν τους περαστικούς δεσμούς αλλά αυτό ήταν πάνω από την αντοχή της. Κλαίγοντας πήγε στον πατέρα της και του τα εξομολογήθηκε όλα. Ο Ντέιβιντ Ντόρσεϋ, άνθρωπος με πυγμή και ανάλογες εμπειρίες και ο ίδιος, κάλεσε τον γαμπρό του αμέσως για  συζήτηση μεταξύ αντρών. Εκεί του έθεσε το εξής δίλημμα: ή μεταναστεύει  άμεσα στην Νέα Υόρκη ως επικεφαλής του γραφείου της εταιρείας τους εκεί, ή χάνει την θέση του και την οικογένειά του. Και φυσικά η νεαρή γραμματέας του Κάθριν απολυόταν από εκείνη κιόλας τη στιγμή. Ο Τζων, όντας υπερβολικά φιλόδοξος, προτίμησε την Αμερική, αλλά και επειδή ήταν υπερβολικά ερωτευμένος επίσης, έβγαλε ένα εισιτήριο τρίτης θέσης με τον ΤΙΤΑΝΙΚΟ για την Κάθριν. Έτσι θα ταξίδευαν μαζί, θα ξεκινούσαν μια καινούργια ζωή στην Αμερική όπου κανείς δεν τους ήξερε και αφού ο Τζων κατάφερνε να κάνει επαγγελματικές επαφές θα παρατούσε την εταιρεία του πεθερού του, θα χώριζε την γυναίκα του και θα παντρεύονταν.

-          Η συνέχεια του ταξιδιού, ανήκει πια στην ιστορία. Μετά την βύθιση του πλοίου, ο Τζών διασώθηκε αλλά παρά τις απεγνωσμένες του προσπάθειες δε κατάφερε να σώσει την Κάθριν που πέθανε από υποθερμία στα παγωμένα νερά μη βρίσκοντας θέση στις σωσίβιες λέμβους. Ο Τζών αποβιβάστηκε μισότρελος στην Νέα Υόρκη, έχοντας χάσει τα λογικά του από την θλίψη και πεπεισμένος ότι όλοι αυτοί που διασώθηκαν με τη  σωσίβια λέμβο 16, ήταν υπεύθυνοι γιατί άφησαν την Κάθριν να πεθάνει. Αφού πέρασε κάποιο καιρό σε ένα άσυλο για ψυχικά ασθενείς, άρχισε να καταστρώνει σχέδια εκδίκησης. Προτίμησε να αφήσει την γυναίκα του και την κόρη του να τον πιστεύουν για πνιγμένο. Βρήκε τον κατάλογο με τους διασωθέντες της λέμβου 16 και άρχισε να τους εξοντώνει έναν έναν. Αν κάποιοι έμπαιναν εμπόδιο στα σχέδια του, τους έβγαζε κι αυτούς από την μέση. Όποτε τον εξυπηρετούσε, εμφανιζόταν σαν ένας φτωχός άστεγος, θύμα της οικονομικής κρίσης, κυρίως για να παρακολουθεί τα θύματά του και τις κινήσεις τους. Τις υπόλοιπες μέρες του περνούσε σαν δικηγόρος του διαβόητου Νονού της Μαφίας Τζακ Ντάιαμοντ, συναναστρεφόμενος τα κορυφαία εγκληματικά μυαλά της χώρας.

-          Πολύ σύντομα έκανε υποχείριο και συνεργάτη του την Χίλντα, τάζοντας στην φιλόδοξη χήρα μια καριέρα σε κάποιο από τα καμπαρέ του Ντάιαμοντ. Μέσω αυτής προσέγγισε τον γείτονά της Πωλ, ο οποίος όντας υπεράνω πάσης υποψίας,   μπορούσε να εκτελέσει μερικούς από τους στόχους του, χωρίς συνέπειες. Ο Πωλ όμως τον δυσκόλεψε γι αυτό αποφάσισε να τον δελεάσει με την Λίμπυ. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να αντισταθεί στα θέλγητρά της;
     Συνεχίζεται………………………………….

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

17.6


Νέα Υόρκη, Μάρτιος 1931.

 Χίλντα, η καλή μου Χίλντα… Τόσο αθώα και ταυτόχρονα τόσο πονηρή…  Ήσουν πολύτιμος βοηθός αυτά τα χρόνια της εκδίκησης, το πιο υπάκουο και πιστό πιόνι μου. Όλοι αυτοί που με βοήθησες να διαγράψω απότη λίστα μου…  Όλοι αυτοί που δοκίμασαν το ζουμερό σου κορμί, πρώτο πιάτο και  την υπέροχη λεμονόπιτά σου, τελευταίο… Χα, κυριολεκτικά, τελευταίο… Και τι χαριτωμένη πινελιά το… «σουβενίρ» που ταχυδρομούνταν σε κάποιον τυχαίο… Ο κύκλος στένεψε όμως καλή μου… Καιρός να γευτείς και συ, λίγο από το φαρμάκι σου… Και, μην ανησυχείς, θα έρθει και η σειρά του Πωλ… Απλά όχι ακόμα, όχι όσο τον χρειάζομαι… Ναι, συγνώμη που δεν σου το είπα, όταν παρήγγειλα να του σερβίρεις τη σπεσιαλιτέ σου… Θα έρθει και η δική του σειρά… Όλοι θα πληρώσουν!

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

17.5


Wensum Lodge Hotel, Φάκενχαμ, 27 Μαΐου 2010

Η Μιρτλ έμεινε να κοιτά αφηρημένα το σκοτεινό παράθυρο του ξενοδοχείου. Το μυαλό της είχε πλημμυρίσει από χιλιάδες σκέψεις, ερωτήματα, εικόνες…  Αντάλλαξε το εφαρμοστό της τζιν με ένα μαλακό σορτσάκι από βαμβάκι και ζήτησε από την υπηρεσία δωματίου να της φέρουν ένα δροσερό χυμό ανανά. Ένοιωθε τα μηνίγγια της να σφίγγονται, την καρδιά της να χτυπά ακατάστατα. Ήταν ποτέ δυνατόν; Ο πατέρας της γιαγιάς της… Ο χαμένος για χρόνια επιβάτης του Τιτανικού, ο ήρωας που με τις ιστορίες του είχε μεγαλώσει, να ήταν ένας κοινός δολοφόνος; Αν ναι, πώς είχε καταφέρει να γλυτώσει από την φυλακή; Κι αν όχι, τότε τι νόημα είχε το ημερολόγιο αυτό που περιέγραφε με τόση απάθεια και ειλικρινή κυνισμό τον χαμό αυτών των ανθρώπων; Μήπως ήταν απόρροια ενός ταραγμένου νου, που φανταζόταν την εξιλέωση μέσα από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής; Και ποια ήταν η μυστηριώδης επιβάτης που δεν χώρεσε σε καμιά βάρκα και τον χαμό της εκδικούνταν ο γέρος;

Η αυγή άρχισε να γεμίζει θολό φως το νυχτωμένο παράθυρο. Η Μιρτλ άνοιξε ξανά το ημερολόγιο και βυθίστηκε και πάλι στον παράξενο κόσμο του Τζών.

Νέα Υόρκη, Μάρτιος 1931.

                                                                                                     ....Συνεχίζεται....

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

17.4


Νέα Υόρκη, Φεβρουάριος  1931

Πάει κι αυτός… Τζάκ Ντάιαμοντ…. Κι αυτός… Ρίτσι Μέλοουν… Δύο λιγότεροι, χαλάλι ο κόπος μου…   Κι ας βρούνε τα κομμάτια του στον ποταμό κι ας τα ψάχνουν στην αδηφάγα θάλασσα… Πόλεμος συμμοριών γράφουν οι εφημερίδες…  Πόλεμος για τον έλεγχο του παράνομου αλκοόλ… Χα! Άσε τους να ψάχνουν… Στο τέλος, ποιος είμαι εγώ; Ένας τρελός, ένας προφήτης… Τους το έλεγα, το τέλος έρχεται… Όσα χαρήκατε, τη ζωή, τα πλούτη, τον έρωτα, ξεχάστε τα! Το τέλος έρχεται….

Για όλους εκείνους που ήταν εκεί και γλυτώσανε... Τα πατώματα τους θα θρέψουν την εκδίκησή μου και ο θρήνος τους θα μου γλύψει τις πληγές σαν το σκυλί… Άλλοι ντυμένοι ναυτικοί και οι άλλοι με τα κουστούμια τους ακριβά και ατσαλάκωτα. Ματωμένα…

Κοσμήματα και γούνες και κρύο και παγωμένο νερό… Στην άλλη βάρκα, στην άλλη βάρκα… Και πουθενά, πουθενά μια θέση για την φτωχή κοπέλα με το τριμμένο φουστανάκι της. Με τα μεγάλα μάτια της να τρώνε το σκοτάδι και τον πανικό με αξιοπρέπεια… Να χωρέσει το σκυλάκι της κυρίας…. Να σωθεί ο γιός μου…. Τα διαμάντια μου… Όχι εσύ, εσύ δεν χωράς…

 Κουράγιο αγάπη μου, θα τα καταφέρουμε… Κουράγιο αγάπη μου…. Το τέλος είναι κοντά…. Πάρε ανάσα κρατήσου… Να! Κάποιοι παιχνιδιάρικοι πιγκουίνοι μετά το άγαρμπό τους βάδισμα, σκίζουν τα φωτεινά νερά σαν ζωντανές τορπίλες. Τα μωρά της φώκιας, ακολουθούν τη μάνα τους κάτω από τις κρυφές κι απόμερες θαλασσινές σπηλιές, ενώ εκείνα τα δίχως όνομα υδρόβια φυτά  της ζεστής κλειστής θάλασσας,  ανοίγουν  τα άνθη τους  σε μια μόνο στιγμή  το ένα μετά το άλλο …και μετά τα κλείνουν ξανά… Άνοιξε τα μάτια σου…. Δες!

                                                                                                     ....Συνεχίζεται....

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

17.3


Νέα Υόρκη, Ιανουάριος 1931

Το ξέρω, το τέλος πλησιάζει. Ίσως και να είναι για καλό… Τόσα χρόνια κρυμμένος στις σκιές, τόσα χρόνια να υποδύομαι πως είμαι κάποιος άλλος, κάτι άλλο… Τόσες ψυχές έχουν φύγει από το χέρι μου κι άλλες τόσες που έχω ορκιστεί να πάρω μαζί μου… Γιατί αν φύγω τώρα, θα φύγω χορτάτος από τη ζωή, θα χορτάσω και από θάνατο. Αλλά και πάλι, δεν πρόκειται να τους παραδοθώ έτσι εύκολα… Θα τους πάρω μαζί μου… Θα πληρώσουν όλοι τους… ΟΛΟΙ!!! Μόνο το κοριτσάκι μου θέλω να προστατέψω, την καρδούλα μου… Το μόνο που χρειάζεται είναι να τους φέρω όλους εδώ, να τους μαζέψω στην Νέα Υόρκη. Ήδη κάποιοι είναι κιόλας εδώ. ΟΙ υπόλοιποι θα μυρίσουν το μέλι και θα έρθουν… Το παιχνίδι έχει αρχίσει, τα πιόνια έχουν στηθεί στη σκακιέρα… Ας παίξουμε λοιπόν…

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

17.2


Wensum Lodge Hotel, Φάκενχαμ, 27 Μαΐου 2010

Η Μίρτλ χάιδεψε απαλά τις  ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Δεμένες με μια χλωμή τριμμένη κορδέλα, ήταν το πολυτιμότερο δώρο  που της απέμεινε από εκείνο που κάποτε ήταν το σπίτι των παππούδων της. Αυτές, και ένα πυκνογραμμένο τετράδιο, ένα  ημερολόγιο με θαμπωμένα από το χρόνο καλλιγραφικά γράμματα.
 

Άπλωσε με προσοχή τις φωτογραφίες στο κάλυμμα του κρεβατιού της:  την όμορφη κοπέλα με το περίστροφο, έναν κομψό άνδρα με βαμμένα βλέφαρα και αριστοκρατικό κοστούμι, μια παρέα χαρούμενη μπροστά στον μυθικό Τιτανικό…. Κιτρινισμένα αποκόμματα από εφημερίδες ανάμεσά τους:  Πτώματα κομματιασμένα στο Χάντσον Ρίβερ, δηλητηριασμένες γυναίκες, ξεκληρίσματα μαφιόζικων συμμοριών, ένα σιδηροδρομικό ατύχημα, τα εγκαίνια του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγ, μια καταχώρηση για κάποιο καμπαρέ της εποχής που τραγουδούσε η αισθησιακή Λίμπυ….   

Αισθάνθηκε πως όλα αυτά ήταν εκεί, κρυμμένα στα χαλάσματα του σπιτιού των προγόνων της και την περίμεναν. Ένοιωσε ότι τα φαντάσματα αυτών των ανθρώπων  που έζησαν και πέθαναν πριν από σχεδόν έναν αιώνα ήταν εκεί και περίμεναν αυτήν για να τα κάνει να ξαναζωντανέψουν, να πουν την ιστορία τους, να δικαιωθούν.

Ξεφύλλισε το ξεθωριασμένο ημερολόγιο και με έκπληξη διαπίστωσε πως ο γραφικός χαρακτήρας στο τέλος ήταν διαφορετικός από εκείνον του αρχικού ιδιοκτήτη.

Ζήτησε να της φέρουν ένα μπέρμπον στο δωμάτιό της, έβαλε τα ακουστικά του Ipod της, και άρχισε να διαβάζει:

Νέα Υόρκη, Ιανουάριος 1931.

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

17.1


29 Μαΐου 1931
 
 

Ο Μόζι κοίταξε το είδωλό του στον καθρέφτη. Τα δάκρυά του άπλωναν μια θολή ομίχλη. Το  πρόσωπό του ράγισε, έσπασε ….

Όχι, δεν μπορώ… Δεν έχω τη δύναμη…. Όχι ακόμα…. Ίσως αύριο… Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα….

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

16

Νέα Υόρκη, 31 Μαρτίου 1931
 
Η Χίλντα έβαλε μπροστά σε όλους ένα πιατάκι με λίγη πουτίγκα λεμονιού. Η Λίμπυ κοίταξε γύρω από το τραπέζι. Η μόνη κενή θέση ήταν δίπλα στον Μόζι. Κατευθύνθηκε προς εκείνη την θέση και μόλις έφτασε έβγαλε το παλτό της. Ο Μόζι έκανε την καρέκλα του λίγο πιο μακριά από την Λίμπυ. Όλοι είχαν μείνει με μια μεγάλη απορία.
-Έλεγα λοιπόν πως είναι η ώρα να πέσουν οι μάσκες. Επανέλαβε η Χίλντα. Από το πρόσωπο σας φαίνεται η απορία σας όμως όλοι σας ξέρετε ότι δεν είμαστε αθώοι όπως θέλουμε να παρουσιάζουμε τον εαυτό μας.
-Χίλντα, μα τι είναι αυτά που λες; Καινούριο είναι πάλι αυτό; Ρώτησε ο Πωλ εκνευρισμένος.
-Εμένα γιατί με κάλεσες εδώ; Ρώτησε η Λίμπυ
Ξαφνικά άρχισαν να μιλάνε όλοι ο ένας πάνω στον άλλο. Κάποιος έκανε χειρονομίες, άλλος σηκωνόταν να φύγει. Ξαφνικά ο Τζων άρχισε να ουρλιάζει με μανία και να αλλάζει τα πιατάκια της πουτίγκας στο τραπέζι. Τα μάτια της Χίλντας κοίταζαν να δει που βρισκόταν το δικό της κομμάτι και το πήρε πίσω.  
-Ορίστε, τον αγριέψατε! Ούρλιαξε ο Μόζι και προσπάθησε να ηρεμήσει τον Τζων. Λίγη ησυχία λοιπόν να δούμε επιτέλους τι θέλει να μας πει η Χίλντα.
Η Χίλντα παίρνει μια βαθιά ανάσα, και τρώει ένα κομμάτι από την πουτίγκα της.
-Έλεγα λοιπόν ότι ήρθε η στιγμή  να πέσουν οι μάσκες.
Όμως η πόρτα που χτύπησε την διέκοψε για ακόμα μια φορά.
-Περιμένουμε και άλλους για να πέσουν οι μάσκες; Ρώτησε ο Μόζι ειρωνεύοντας
-Όχι… Απάντησε με μεγάλη απορία και πήγε να ανοίξει την πόρτα.
Ενας περίεργος τύπος στεκόταν στην πόρτα φορώντας ένα καπέλο. Περίεργο καθώς ήταν βράδυ.
 
 
-Καλησπέρα σας. Είμαι ο Ντεντέκτιβ Σκαρ και νομίζω πως έχετε εδώ κάποιον Τζων Σάντλερ…
Μπήκε μέσα στο σπίτι και έπειτα ακολούθησε η Ρεντ….
-Μαντλεν; Είπε έκπληκτος ο Μόζι
-Πατέρα! Φώναξε κλαίγοντας καθώς τον έσφιγγε στην αγκαλιά της.
Ο Τζων όμως ήταν ψυχρός… Την κοίταξε λίγο μέσα στα μάτια… Και ξαφνικά το πρόσωπο του έλαμψε.
-Κόρη μου! Κοριτσάκι μου! Ζωή μου! Ψυχή μου!
Όλοι είχαν μείνει κόκκαλο. Ήταν τόσο συγκινητική η στιγμή. Και ξαφνικά… Ακούστηκε ένας γδούπος… Η Χίλντα είχε πέσει αναίσθητη στο πάτωμα.
Ο Σκαρ έτρεξε πάνω της και κοίταξε τον σφυγμό της. Οι υπόλοιποι έτρεξαν γύρω της
-Είναι νεκρή… Σίγουρα κάποιος την δηλητηρίασε… Ψέλλισε κλείνοντας τα μάτια της Χίλντας. Θα έρθετε όλοι μαζί μου στο τμήμα.
-Μα τι είναι αυτά τα πράγματα; Για ποιο πράγμα μας κατηγορείς; Ρώτησε ο Πωλ.
Ο Σκαρ τράβηξε από το μπράτσο τον Πωλ και από την άλλη την Λίμπυ.
-Να έρθουμε και εμείς; Ρώτησε η Ρεντ / Μαντλέν
-Όχι εσείς.. Σίγουρα θα έχετε πολλά να πείτε….
Σε λίγη ώρα είχε καταφθάσει η αστυνομία, πήραν το πτώμα της Χίλντας και οδήγησαν την Λίμπυ, τον Μόζι και τον Πωλ στο τμήμα. Ο Σκαρ ήταν μαζί τους.
Πατέρας και κόρη είχαν μείνει πίσω και ήταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου χωρίς να μιλάνε….
-Μπαμπά δεν ξέρεις πόσο καιρό σε ψάχνω… Πόσο μου έχεις λείψει…
-Και μένα μου είχες λείψει… Αλλά ήξερα πως είσαι καλά…
-Πως το ήξερες; Ρώτησε η Μαντλέν περιμένοντας να ακούσει τι είναι αυτό μέσα του που του το έλεγε…
-Από ποιον νομίζεις πως έπαιρνες τις εντολές όλο αυτό τον καιρό; Είπε ο Τζων με ένα χαμογελάκι. Η Μαντλέν πάγωσε.
-ΕΣΥ; Μα… Πως… Αφού ο Σκαρ μου είπες ότι τα είχες χάσει…. Ότι… έχεις αποτρελαθεί μετά το ναυάγιο….
-Μαντλέν καλή μου… Ξέρεις πολύ καλά ότι όλοι χρειαζόμαστε ένα άλλοθι…
 
 
Συνεχίζεται....