Σάββατο 15 Μαρτίου 2014



15.

Χρειάστηκαν μόνο κάποια δευτερόλεπτα για να φλασάρει στην αλήθεια. Για να δει τον κόσμο, τρύπα στο μικρόκοσμο που ζούσε. Μια κοινωνία  συντηρητική, τρομαγμένη. Μια κοινωνία που κρύβεται. Που δημιουργεί φόβους, μάχες εχθρούς, κινδύνους για να διατηρήσει την παρακμή του ακμαία. Τα απολιθωμένα μυαλά τους ακλόνητα.
Κοίταξε την αδελφή του. Και πάνω της είδε όλη το την οικογένεια. Την μητέρα του να του κουνά το δάχτυλο, τον θείο Τάκη να τον «βάζει» στο σωστό δρόμο, και το φάντασμα του πατέρα μέσα από τις  διηγήσεις, για το καλό παράδειγμα.
Τον έκαψε σαν ουλή η μνήμη του σφιξίματος της ρόμπας στη μέση του και τινάχτηκε αντανακλαστικά σαν να προσπαθούσε να λυθεί. Πόσες και πόσες φορές δεν το είχε ζήσει αυτό, δεν είχε ουρλιάξει δεν είχε παρακαλέσει, τους δικούς του ανθρώπους… τον έκρυβαν, τον πότιζαν με Αyahuasa και τον βύθιζαν στην ντροπή και τις ενοχές.
Κοίταξε ξανά τη αδελφή του, μα η φωνή της ακουγόταν σαν από βάθος πια. Κάτι άλλαζε μέσα του, το ένιωθε. Τέρμα ο άβουλος, «πλαδαρός» Αντρέας, μαριονέττα στα χέρια τους. Άκουσε τον ήχο των σκοινιών που έσπασαν και έστριψε το κεφάλι του και κοίταξε το άψυχο, λιπόθυμο γυμνό κορμί που κείτονταν στο πάτωμα. Και δίπλα του τα ρούχα του. Μεταξένια και απαλά να χαϊδεύουν τις γωνίες που τόσο αγάπησε. Οι ψηλές εφαρμοστές μπότες τσαλαπατημένες. Απομεινάρια από την λάμψη και την τελειότητα που είχε συνηθίσει να αντικρύζει.  Τώρα όμως θα άλλαζαν όλα. Απέναντι σε αυτό το κορμί, που αγάπησε,  πόθησε, μίσησε, απέτρεψε, σιχάθηκε, ορκίστηκε σιωπηλά πως όλα θα αλλάξουν. Πως η κοινωνία που μόλυνε την αγάπη τους είναι σκόνη πια. Και τώρα ελεύθερος πια επιστρέφει. Να του δώσει ζωή και να την μοιραστεί μαζί του. Πλησιάσε και έσκυψε πάνω του. Έσκυψε και το φίλησε. Ένιωσε τα ζεστά, ζωντανά χείλη και φύσηξε μέσα του. Σαν να μεταγγίζει την αλλαγή του. Ένιωσε τον παλμό να δυναμώνει. Άρχισε να χαϊδεύει το ζεστό κορμί, να το μεταδίδει την δική του ζεστασιά που ανέδυε. Έκλεισε τα μάτια στο κοινό τους όνειρο και άρχισε να το ψηλαφεί. Τα μακριά πλούσια μαλλιά, το σφιχτό στήθος, την επίπεδη γραμμωμένη κοιλιά, την ήβη. Και σαν Γκόλεμ, μια μυθική, άβουλη, αλλά παντοδύναμη μορφή φτιαγμένη από πηλό, άρχισε να ζωντανεύει. Ένιωσε την στύση του μέσα στα χέρια του. Ο πόθος του θηρίο μέσα του. Ήταν πάλι μαζί.

Η αδελφή του συνέχιζε να φωνάζει, να κλαίει, να καταριέται, να μαδάει το λυπηρό κρανίο της, καλυμμένο χρόνια από μαντίλες και φανατισμό. Και όσο εκείνη οδύρονταν, τόσο ξεθώριαζε την εικόνα της στα μάτια του. Δεν φοβόταν, δεν ντρεπόταν πια.

Μικρές φωνούλες ικανοποίησης έβγαιναν από τα χείλη του αγαπημένου του. Άνοιξε τα μάτια του Σήκωσε τις μεγάλες κολλημένες, ψεύτικες, μπλε βλεφαρίδες του και τον κοίταξε. Βλέμμα ανάμιχτο με χαρά και φόβο. Ήταν αλήθεια;  Ήταν εκείνος; Ήταν τότε που ο Αντρέας του έδωσε το χέρι του και τον σήκωσε. Και εκείνος, με την κομψότητα που είχε λατρέψει σηκώθηκε σαν λαβωμένο πουλί και έπεσε στην αγκαλιά του. 
-          «Αυτός ο Πλανήτης δεν μας χωρά Αντρέα», του είπε. «Θέλεις να φύγουμε;» «Μακριά από χαμένους ανθρώπους. Να σωθούμε. Να ζήσουμε. Έλα να βρούμε την Πύλη, που θα μας οδηγήσει στην ευτυχία. Έλα να περάσουμε στον Freelove Planet. Να κάνουμε μια καινούργια αρχή».
Ο Αντρέας έσκυψε και πήρε στα χέρια του το μεταξένιο φόρεμα, τις ταλαιπωρημένες μπότες και άρχισε να ντύνει την γύμνια του.
-     «Πάμε να γευτούμε ότι η μισαλλοδοξία μας έχει στερήσει. Έχουμε αργήσει. Ο κόσμος μας περιμένει».
Και πιασμένοι χέρι χέρι πέρασαν ανάμεσα στους τοίχους και χάθηκαν.



…δεν συνεχίζεται.

Τέλος.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

14.



Ο Αντρέας άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του...
Μνήμες, εικόνες, λόγια, πένθιμες μουσικές… όλα άρχισαν να στροβιλίζονται στο μυαλό του.
Θυμήθηκε τότε… τότε που η μάνα του και ο πατέρας του του έσφιξαν πισθάγκωνα την κρουαζέ τη ρόμπα για να του απαλύνουν τον πόνο, ποτίζοντας τις φλεβες του περισσότερη δόση  Ayahuasca.
-         «Δεν είμαι τρελόςςςς, αισθάνομαι… και για πρώτη φορά θέλω να το ζήσω. Τα λάθη σας δεν θα με ακολουθούν για μια ζωή. Τι φταίω εγώ αν εσείς είστε συναισθηματικά νεκροί;».
-         «Μα, αγόρι μου, δεν είναι σωστό!
- «Δεν είναι πόνος ο έρωτας… Αφήστε μεεεε!»
-         «Την αδελφή σου;;;;;;»
-         «Την ποια;;;;».
…. Σιωπή…
Μεσ’ τη σιωπή δυο λέξεις… οι λέξεις τους… Sec – Clan“από τη γλώσσα των Ετρούσκων…”, εσύ Sec εγώ Clan. Ποια ή αλήθεια και ποιο το ψέμα;

Από τότε πέρασαν χρόνια…  Ο Αντρέας αποστασιοποιήθηκε και κλείστηκε στον εαυτό του, βυθισμένος στον καναπέ του… στη σιωπή… ένας επαναστάτης χωρίς αιτία.
Μέχρι τη μέρα που την άρπαξαν οι Νέμπιας. Ήταν τότε η στιγμή που άρχισε πάλι κάτι να σκυρτάει μέσα του...

-         Μάνα γιατί με γέννησεεεες; Παρ’ τα χέρια σου από πάνω μου!! Πού είναι η Έλλη;
-         Τι έπαθες Αντρέα μου; Γιατί ουρλιάζεις; Η μάνα σου πέθανε;
Τότε ο Αντρέας, έτσι όπως ήταν θολωμένος, την σπρώχνει και με μανία τυλίγει τα χέρια του στο λαιμό της!
-         Αντρέααα, τι κ ά ν ε ι ς;;;;
Ο Αντρέας πλημμυρισμένος από εκδίκηση ουρλιάζει:
- Θα σε σκοτώσω και σένα και τα ψέματά σου! Πού είναι η Έλληηηηη;; Μίλα!!!
Τραβάει τα χέρια του, κάνει δυο βήματα πιο πίσω και τι να δει…
Την Έλλη να κείτεται χάμω, γυμνή…
- Έλληηηηηηηηηηηηηηηηηηηη!

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014



13.

Σιωπή απλώθηκε ανάμεσα στα δυο πρόσωπα που κοιτιόντουσαν και μιλούσαν με τα μάτια,  γλυκά και χωρίς τα λόγια να χρειάζονται να περιγράψουν τα αισθήματα.
Ήταν εκεί, μαζί, χωρίς λόγια, χωρίς σκοπό και νόημα χωρίς πριν,τώρα ή μετά.
Ήταν πλήρης, μαζί, Ένα, υπό την επήρεια αυτού του καλά δοκιμασμένου και σκληρού ναρκωτικού που λέγεται έρωτας.
 Άχρονο! Όταν ο χρόνος σταματά. Αυτό νιώθαν τώρα πια και ούτε καν το νιώθαν… το βίωναν σαν να στροβιλίζονταν η μάλλον σαν να βρισκόταν ταυτόχρονα σε όλες τις θέσεις και σημεία μιας μαντάλα καλά υπνωτισμένοι.
 Η Έλλη όλο και προσπαθούσε να ξεφύγει απ΄ του άχρονου τα δίχτυα, αλλά το μόνο που κατάφερνε  ήταν να κάνει πέντε η έξη απόπειρες να μιλήσει αλλά απλά έπαιρνε αναπνοή και ξεφυσούσε διακοπτόμενα, κάθε φορά, κουνώντας τα χείλη της…
Μέχρι που κάποια στιγμή μίλησε!
_ Αντρέα  μου ακου: πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε :
‘‘ Όταν οι Νέμπιας  προσπάθησαν  να ορίσουν την τύχη τους έξω απ το δικό τους κόσμο, χρειάστηκαν για πρώτη φορά να δημιουργήσουν κάτι. Κι  αυτή η δημιουργία  προϋπόθετε την θνητότητα κι αυτή με τη σειρά της, την αναγέννηση ’’και μ αυτήν την τελευταία λέξη ο Αντρέας σχεδόν φαντάστηκε μια μικρή και ανεπαίσθητη
σύσπαση στο όμορφο πρόσωπο της Έλλης στην περιοχή των χειλιών.

_ πες μου κι άλλα Έλλη μου! Θέλω να σ’ακούω να μιλάς και μόνο αυτό να έκανες θα μου ήταν αρκετό, είπε ο Αντρέας και συνέχισε να κοιτάει ακίνητα κι εκστατικά την αιώνια αγαπημένη του στα μάτια…και πρόσθεσε:

_ δεν με νοιάζει το τι λες αγάπη μου αλλά πως το λες… και ότι το λες  εσύ… μη σταματάς να μιλάς αγάπη μου!
Αυτή  με μια γρήγορη και κοφτή κίνηση και με το κεφάλι και το βλέμμα χαμηλωμένο αποτελείωσε το ήδη σκισμένο φόρεμα  της το πετώντας το στο πλάι καταγής.
_ ααααουαααυουουουοαααααυοααα ! Μαααμαααά μου ! ούρλιαξε με μια αρχέγονη κραυγή τρομοκρατημένος κι αηδιασμένος ο Αντρέας τώρα, βλέποντας μπροστά του ολόγυμνη την ίδια του τη μάνα στη θέση της Έλλης που… πολύ αργά τώρα… τον είχε ήδη πιάσει σφιχτά με τα κατάκοπα φακιδομένα χέρια της….