Σάββατο 31 Μαΐου 2014



8.


Νέα Υόρκη,   Φλεβάρης  1931


 Ο Γέρο Τζών έσυρε τα βήματά του  μέχρι  το συνηθισμένο μέρος, κάτω από το άγαλμα του Κολόμβου στο Σέντραλ  Πάρκ  και ζάρωσε στην βάση του, προσπαθώντας να προφυλαχτεί από το κρύο τυλίγοντας σφιχτά γύρω του  το τριμμένο του παλτό.
Έβγαλε από την τσέπη του τις  φωτογραφίες και τις  κοίταξε ακόμη μια φορά.  Στην πρώτη μια νέα γυναίκα και ένα  χαριτωμένο μελαχρινό κοριτσάκι χαμογελούσαν  στο φακό αγκαλιασμένες. Η φωτογραφία ακτινοβολούσε αγάπη και είχε μια δύναμη που τον έκανε να μην μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της όταν ήταν ξεμέθυστος.  Δεν θυμόταν πώς έφτασε στα χέρια του, ούτε ποια ήταν τα πρόσωπα στη φωτογραφία. Του την έδωσαν με δύο τρία άλλα πράγματα όταν βγήκε από το άσυλο μερικά χρόνια πριν. Του είχαν πει τότε ότι την βρήκαν επάνω του όταν τον περισυνέλεξαν μισοπεθαμένο από την θάλασσα μετά το ναυάγιο. Ο ίδιος δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα απ’ όλα αυτά.  Τον βρήκαν άσχημα χτυπημένο στο κεφάλι και μισοπεθαμένο μέσα σε μια από τις βάρκες  του Τιτανικού.  Αφού ξεπέρασε τα εξωτερικά του τραύματα, νοσηλεύτηκε για πολλά χρόνια σε μια κλινική για ψυχικά ασθενείς  στο Μπρούκλιν, αλλά με την οικονομική κρίση, έκλεισε κι αυτή όπως τόσα άλλα και έτσι ο Τζων έμεινε άστεγος, προσπαθώντας να επιβιώσει στους δρόμους της πόλης. Μόνη του παρηγοριά το ποτό. Το ποτό και οι δύο αυτές φωτογραφίες. 

Η δεύτερη φωτογραφία δείχνει μια νέα κοπέλα με κοντά μαύρα μαλλιά, σχεδόν αγορίστικα, όπως συνήθιζαν οι σύγχρονες γυναίκες. Την είχε βρει  στην προθήκη ενός θεάτρου και του είπαν ότι είναι μια γνωστή τραγουδίστρια από την Ευρώπη.
Χωρίς να ξέρει γιατί, πήγαινε κάθε μέρα και την κοιτούσε. Από το πρωί ως το βράδυ. Στο τέλος, ο πορτιέρης  τον βαρέθηκε και του την έδωσε για να τον ξεφορτωθεί. Κάπου κάπου κοιτώντας τις φωτογραφίες, έρχονται στο νου του ήχοι και χρώματα, παιδικά γέλια , η φωνή μιας νέας γυναίκας να τραγουδά ένα νανούρισμα και  το πράσινο  χρώμα της εξοχής μετά την βροχή. Εκείνες τις στιγμές είναι σίγουρος ότι θα θυμηθεί. Όμως τελικά όλα γίνονται θολά ξανά και το μυαλό του πέφτει στην ατέλειωτη άβυσσο που τον τυλίγει συνήθως και απ’ όπου ξεπετάγονται οράματα καταστροφής. Μιας καταστροφής αναπόφευκτης, για την οποία πρέπει να προειδοποιήσει τους  άλλους ανθρώπους . Και έτσι ανεβαίνει στο βάθρο του αγάλματος και αρχίζει το παραλήρημα για τις αναδυόμενες πιθανότητες.


 Ο Πωλ περπατούσε γρήγορα, περνώντας μέσα από το πάρκο, καθώς γύριζε στο σπίτι μετά την δουλειά. Είχε συμφωνήσει να συναντήσει την Λίμπυ σήμερα το βράδυ. Έπρεπε επιτέλους να ξεκαθαρίσει την υπόθεση και να της δώσει να καταλάβει ότι  αυτό που συνέβη μεταξύ τους είχε τελειώσει.  Έτσι κι αλλιώς ήταν λάθος από την αρχή ως το τέλος.  Δεν έπρεπε να δεχτεί την πρόταση του Ντάιαμοντ να γίνει ο σωματοφύλακας της Λίμπυ και πολύ περισσότερο δεν έπρεπε να μπλεχτεί μαζί της. Της το είχε εξηγήσει, αλλά αυτή δεν φαινόταν να το καταλαβαίνει. Έτσι μήνυσε στον Ντάιαμοντ ότι παραιτείται και ξανάπιασε την παλιά του δουλειά. Η Λίμπυ όμως  είχε πεισμώσει και μια όμορφη γυναίκα όταν την παρατάνε μπορεί να γίνει επικίνδυνη. Ιδίως όταν η συγκεκριμένη όμορφη γυναίκα  έχει πάρε δώσε με γκάγκστερ.  Είχε φτάσει στο σημείο να τον εκβιάζει ότι θα τα έλεγε όλα στον Ντάιαμοντ αν δεν της έκανε αυτό που του ζητούσε : να βρει και να βγάλει από την μέση μια άγνωστή του γυναίκα. Ο Πωλ ούτε ήξερε, ούτε ήθελε να μάθει γιατί η Λίμπυ μπορεί να ήθελε κάτι τέτοιο και τι της είχε κάνει η άλλη .  Είχε ρίξει μια ματιά μόνο στην φωτογραφία που έδειχνε μια μελαχρινή καλλονή με κοντά – σχεδόν αγορίστικα μαλλιά και της την είχε δώσει πίσω.  

   
Τον Πωλ έβγαλε από τις σκέψεις του το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο γύρω από το άγαλμα του Κολόμβου και χάζευε έναν τρελό που έβγαζε  λόγο για μια επικείμενη καταστροφή. Κοντοστάθηκε λίγο να ακούσει  πλησιάζοντας  στο βάθρο. Ο τύπος  φώναζε με όλη του τη δύναμη και το κοινό του το διασκέδαζε πετώντας του χοντράδες. Κάποιος όμως αποφάσισε ότι εκτός από λόγια θα ήταν διασκεδαστικό να πετάξει στον τρελό και κάτι βαρύτερο, έτσι μια πέτρα βρήκε τον άμοιρο  τον τρελό πάνω από το φρύδι και τον έριξε κάτω αιμόφυρτο. 
Γύρισε να δει ποιος το είχε κάνει, αλλά δεν τα κατάφερε. Όταν ξαναέστρεψε  την προσοχή του προς το άγαλμα είδε ότι ο κόσμος απομακρυνόταν αδιάφορος από τον τραυματία.  Πλησίασε να δει αν ο άτυχος άνθρωπος ήταν καλά και τότε ήταν που πρόσεξε τη φωτογραφία που κρατούσε στο χέρι του ο τρελός. Ήταν η  ίδια με κείνη που του είχε δείξει η Λίμπυ.

Συνεχίζεται..........................

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

7.


31 Γενάρη 1931

- Ο χρόνος  είναι δύστροπο αγόρι είπε ο Μόζι και την κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη με το χαρακτηριστικό λοξό χαμόγελο του. Στο στενόχωρο, μικρό καμαρίνι του καμπαρέ Ελντοράντο στο Βερολίνο, μια μοναδική λάμπα αντανακλούσε το αδύναμο φως της σαν απαλό χάδι στο χλωμό, βαμμένο σαν μάσκα πρόσωπό της Γάτας.
 

- Πάντως μαζί σου, ούτε αυτός δεν τόλμησε να τα βάλει, αντιγύρισε άτονα το χαμόγελό του η Μαντλέν. Τράβηξε μια γερή δόση και του πρόσφερε την ασημένια πουδριέρα της. Ο Μόζι  έβγαλε ένα μικροσκοπικό κουταλάκι από το τσεπάκι του σμόκιν του και το βύθισε στην άσπρη σκόνη. 

- Αμφιβάλλω αν αυτή που συνταγογραφεί ο δρ Φρόιντ στην Βιέννη συγκρίνεται με τούτη εδώ την Παριζιάνα κούκλα. Της έκλεισε το μάτι πονηρά και ρούφηξε με απόλαυση. - Ώστε στην Νέα Υόρκη… Νόμιζα πως η ιδέα του Ωκεανού στοιχειώνει ακόμα τους εφιάλτες σου, κοριτσάκι…
- Αχ Μόζι, έχω παλέψει πολλούς τρόμους, πολλούς εφιάλτες, παλιούς και καινούργιους από τότε που βρεθήκαμε για τελευταία φορά.  Και δεν  είμαι  πια το κοριτσάκι που άφησες πίσω σου όταν έφυγες από το Φάκενχαμ..
Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν σε έναν βουβό διάλογο μέσα από τον μισοσκότεινο καθρέφτη. Ο Μόζι ένοιωσε τον πόνο της φίλης του να μαζεύεται, σαν ποτάμι που φουσκώνει από ξαφνική νεροποντή. Κι όμως τα μάτια της ήταν κρύα, το στόμα της μια σκληρή βαθυκόκκινη μαχαιριά. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, τόσα χιλιόμετρα μακριά από την άχαρη παιδική τους ηλικία στα λασπωμένα ξυλόσπιτα στις φτωχογειτονιές της πατρίδας, αισθάνθηκε την γνωστή τρυφερότητα να τον πλημμυρίζει.
- Δεκτό. Εξ άλλου, ούτε κι εγώ είμαι το… «αγόρι» που έφυγε τότε από κει. Κάτω από τις μακριές ψεύτικες βλεφαρίδες, στα κατάμαυρα μάτια του άστραψε μια παιχνιδιάρικη λάμψη…
Η Γάτα ένοιωσε ξαφνικά όλον τον φόβο , την κούραση, την αγωνία των τελευταίων ημερών να υποχωρεί. Γύρισε και τον κοίταξε: Τα πλούσια καστανά μαλλιά, χωρισμένα στην μέση, άφηναν ελεύθερη την απαλή γραμμή του τέλεια αποτριχωμένου έξυπνου προσώπου του. Τα λεπτά χείλη, βαμμένα με σκούρο βυσσινί κραγιόν, έδιναν στο ευαίσθητο στόμα του που σκιαζόταν από την έντονη χαρακτηριστική μύτη της φυλής του, έναν μόνιμα ειρωνικό μορφασμό. Το μαύρο σμόκιν του έσφιγγε στη μέση, αφήνοντας στη φαντασία μια απατηλή υποψία θηλυκότητας. Μόνο στο βλέμμα, μισοκρυμμένο κάτω από τις βαριές ψεύτικες βλεφαρίδες του Μο Φρέχε – του Μο του Σκανδαλιάρη – διάσημου κονφερασιέ της Βερολινέζικης νύχτας, σ’ αυτό το γλυκό, βελουδένιο βλέμμα, αναγνώριζε πια τον Μόζι Μπέρνσταϊν, τον παιδικό της φίλο, το μικρό εύθραυστο εβραιόπουλο που αγαπούσε από τότε, με το ίδιο πάθος, τα σκληρά αγόρια και την τζαζ μουσική.

Ξανάστρεψε το βλέμμα στον φωτισμένο καθρέφτη. Σιγά-σιγά, αισθάνθηκε ένα λυτρωτικό γέλιο να ξυπνά μέσα της. Ένα ανεπαίσθητο γουργουρητό στην αρχή, που ανέβηκε και την συντάραξε ολόκληρη. Ο Μόζι παρασυρμένος από την ξαφνική ευθυμία της, ξέσπασε κι εκείνος. Όπως τότε, παιδιά, έμειναν να γελάνε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

- Πρέπει να πάω, δεν έχω επιλογή. Δεν μπορώ πια να κρύβομαι στο Παρίσι. Ώρες αργότερα στο Καμπαρέ Σιλουέτ, πίνοντας παγωμένη σαμπάνια, με το βλέμμα αφηρημένο στα ομόφυλα ζευγάρια που  λικνίζονταν μεθυσμένα στο φιλικό μισόφωτο, η Μαντλέν σφράγισε την μακριά αφήγησή της.
- Όχι Μάντι. Η φωνή του Μόζι ακούστηκε σκληρή σαν γυαλόχαρτο.- Όχι αυτή τη φορά. Είχα υποσχεθεί ότι θα σε προστατεύω πάντα. Κι όμως έφυγα. Τότε δεν είχα άλλη επιλογή. Τώρα όμως έχω. Θα πάω εγώ στη Νέα Υόρκη. Θα ξεχρεώσω εγώ το χρέος σου. Κι  εσύ θα είσαι επιτέλους ελεύθερη. 

                                                                                                                                          ...Συνεχίζεται

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

6.

Παρίσι, Γενάρης 1931, 4 μήνες πριν το μεγάλο γεγονός.


Η Μαντλέν χάθηκε με αργά βήματα στο σκοτάδι καθώς η αυλαία έπεφτε. Μπήκε στο καμαρίνι της, έκλεισε την πόρτα μα τα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα μπορούσε ακόμα να τα ακούσει. Έμεινε για λίγο να κοιτάει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Πέρασε το χέρι της πάνω απο τα τέλεια βαμμένα χείλια και μάτια της, μουτζουρώνοντας το πρόσωπο. Ξανακοίταξε ξανά τον εαυτό της, χαμογέλασε και άρχισε να βγάζει αργά τα ρούχα της παίζοντας με τον καθρέφτη σαν κοριτσάκι. Όταν ξαφνικά χτύπησε η πόρτα:
-Μαντλέν; Έχεις κάποιο μήνυμα! Ακούστηκε μια φωνή.
-Μια στιγμή, ανοίγω! Είπε και γρήγορα ξεβάφτηκε εντελώς και φόρεσε κάτι πρόχειρο.
Λίγο πριν ανοίξει όμως την πόρτα, μια μυστηριώδη αντρική φιγούρα ξεγλίστρισε στο καμαρίνι κρατώντας κάποιο γράμμα. Η Μαντλέν το διάβασε σιωπηλά.
-Και τι θα γίνει με εδώ; Ρώτησε μα ο άντρας δεν της απάντησε καν. Απλώς έφυγε.
Νέα Υόρκη λοιπόν ήταν ο νέος της προορισμός. Ενας προορισμός που χρόνια τον λαχταρούσε αλλά ποτέ δεν τόλμησε να κάνει το βήμα. Οχι πως ήθελε να αφήσει το Παρίσι, όλοι οι Αμερικάνοι τουρίστες διηγούταν μαύρες εικόνες απο την πατρίδα τους. Και ξαφνικά την έπιασε ένα άγχος. Οχι για τον τύπο που έπρεπε να σκοτώσει, κάποιον Πωλ, αλλά για τον πραγματικό λόγο που ήθελε να παει Νέα Υόρκη.





Νέα Υόρκη, Γενάρης 1931, 4 μήνες πριν το μεγάλο γεγονός.


Ο Πωλ είχε μόλις τελειώσει την δουλειά του, και αποκαμωμένος έφτανε για μια ακόμα φορά το έδαφος. Έβαλε όπως πάντα το λερωμένο μπουφάν στην πλάτη όταν μπροστά του σταμάτησε ένα αμάξι. Κατέβασε το τζάμι και φάνηκε η Λίμπυ. Μόλις την είδε ο Πωλ δυσανασχέτησε.
-Σας είπα, δεν ενδιαφέρομαι να μπω στις δουλειές σας. Πόσες φορές θα πρέπει να σας το πω;
-Μα αγαπητέ μου, θα δουλέψεις για τον Τζακ είτε το θέλεις είτε όχι.
-Τι εννοείτε;
Η Λίμπυ έβγαλε ένα ψεύτικο γελάκι.
-Ίσως κάποιος διέδωσε επίτηδες πως δουλεύεις για τον Τζακ... Και ίσως κάποιος σε θέλει ήδη νεκρό...
Ο Πωλ αγρίεψε απότομα.
-Μα τι λες; Ποιος με θέλει νεκρό; Εχετε τρελαθεί;
Η Λίμπυ του έδωσε μια φωτογραφία.
-Τα πράγματα είναι απλά Πωλ... Ή θα σκοτώσεις εσύ εκείνη... Ή θα σκοτώσει εκείνη εσένα...
Η Λίμπυ κάνει ένα νόημα στον σοφέρ και το αμάξι φεύγει.


Σαουθάμπτον. Τετάρτη, 10 Απριλίου 1912.


Ο Τζων έφτασε στο λιμάνι όπου πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί. Μόλις αντίκρισε το θεόρατο αυτό πλοίο που θα τον πήγαινε στην Αμερική, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ένα κοριτσάκι έτρεξε στα πόδια του και του τράβηξε το πατελόνι.
-Μπαμπά, μπαμπά, με αυτό θα φυγεις;
Ο Τζων την σήκωσε στην αγκαλιά του και αφου της έδωσε ένα φιλάκι της είπε:
-Μόλις ο μπαμπάς βρει δουλειά, θα πάρεις με την μαμά αυτό το πλοίο και θα έρθετε!
Η γυναίκα του Τζων πήρε την κόρη τους στην αγκαλιά της, φίλησε τον άντρα της, και τον άφησε να απομακρυνθεί ως την είσοδο του πλοίου.
-Το όνομα σας κύριε;
-Τζων. Τζων Σάντλερ.
-Ο κύριος θα σας συνοδέψει στην καμπίνα δεύτερης θέσης.
Ο Τζων μόλις τακτοποιήθηκε βγήκε στο κατάστρωμα για να αποχαίρετίσει την οικογένεια του. Πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί τόσο στο κατάστρωμα του καραβιου όσο και στο λιμάνι. Κάποιοι είχαν πάει στο λιμάνι μόνο και μόνο για να δουν την αποχώρηση του μεγαλύτερου και πολυτελέστερου πλοίου που είχε κατασκευαστεί. Οι κάβοι λύσανε, το πλοίο άρχισε να αποχωρεί, και πλήθος κόσμου ζητωκραύγαζε...
 

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

5.





9 μήνες πριν το μεγάλο γεγονός


Ξύπνησε σε βαθύ σκοτάδι νιώθοντας ρυθμικούς παλμούς και τους υπόκωφους θορύβους πέρα απ΄ την σάρκα του. Μόνος του, καλά προστατευμένος σε μια ημερομηνία που σχεδόν του την είχαν ψιθυρίσει …
Το μόνο που είχε σημασία ήταν ότι ξύπνησε γεμάτος περιέργεια στο αμπάρι ενός πλοίου. Εκεί ήταν που ένοιωσε τυχερός στο Πάντα, χωρίς τέλος και στεριανό προορισμό.
Οι κινήσεις του μοναδικές και περιορισμένες καθώς κολυμπούσε και ανέπνεε με κάτι σαν βράγχια, κουλουριασμένος και ψηλαφώντας  τα άκρα του στο απόλυτο σκοτάδι μισο-χαμογελώντας …
Μίλια μακριά κάποιοι παιχνιδιάρικοι πιγκουίνοι μετά το άγαρμπό τους βάδισμα, έσκιζαν τα φωτεινά νερά σαν ζωντανές τορπίλες. Τα μωρά της φώκιας, ακολουθούσαν τη μάνα τους κάτω απ΄ τις κρυφές κι απόμερες θαλασσινές σπηλιές, ενώ εκείνα τα δίχως όνομα υδρόβια φυτά  της ζεστής κλειστής θάλασσας - αν ήταν καν τέτοια - άνοιγαν  τα άνθη τους  σε μια μόνο στιγμή  το ένα μετά το άλλο στη σειρά  ακριβώς πάνω που το βλέμμα σου τα κοιτούσε… …και μετά έκλειναν ξανά…
Μερικές στιγμές αργότερα που μπορεί να ήταν και ώρες, περίεργα φυτά, βιβλία σφαλιστά, φυλλομετρούσαν το είναι τους στον άνεμο απελευθερώνοντας τις σελίδες τους. Αυτές σαν πουλιά πετούσαν πάνω του…  …και πέρα από τις γνωστές σ΄ αυτόν  θεόρατες βουνοκορφές ως τα τώρα ανυπέρβλητες, στο δρόμο πέρα απ΄ τον μεγάλο ωκεανό…
Εκεί που αφουγκράστηκε την απόμακρη στην αρχή γλυκιά μελωδία  ενός καμπαρέ χτισμένου από κόντρα πλακέ, μια αχτίδα Φώτος ευλόγησε το αριστερό του γέρικο μάτι και ξύπνησε ως Γερο Τζών Aestivalis.

Νέα Υόρκη Πρωί. Ζεστό κατακαλόκαιρο του 1930.



Ο Τζών σηκώνεται ξυπόλυτος στο μισοφωτισμένο υπόγειο κατάλυμά του και σχεδόν παραπατάει πάνω από φωτογραφίες τηλεγραφήματα και αποκόμματα εφημερίδων. Για μια ακόμη φορά το βλέμμα του καρφώνεται σε μια κάρτ ποστάλ. Σε εκείνο το νεανικό γυναικείο πρόσωπο με το κοντό κερωμένο σχεδόν αγορίστικο μαλλί. Την  πετάει απαλά αλλά μακριά.
Αγκαλιά με την καλά κρυμμένη του νταμιτζάνα ουίσκι, ανακάθεται στο σαρακοφαγωμένο κρεβάτι και βλέπει.
Βλέπει όσα ποτέ του δεν είχε δει
Μισεί όσα μέρη δεν πρόφτασε να επισκεφθεί.
Υπόσχεται όσα ποτέ του δεν είπε, να πει.
Πίνει, μεθάει και βρίζει.
Μονολογεί και ψιθυρίζει.
Πέφτει σε παραλήρημα και εύχεται. Και περιμένει.
Περιμένει την τη μεγάλη μέρα.
Ολοφάνερα πια
Ώρες μετά ξυπνάει. Μοιάζει απόγευμα.
Ετοιμάζεται γρήγορα. Βάζει το μοναδικό του σποραδικά τρύπιο κουστούμι, το σχεδόν κλεμμένο του ημίψηλο και τα καλογυαλισμένα του τώρα παλιοπάπουτσα, κρύβει καλά το ποτό του, δρασκελάει την πόρτα του δωματίου και βγαίνει στο φως.
Σταματά και σωπαίνει. Κοιτάζει τον Ήλιο κατάματα μέχρι να δακρύσει. Κάτι μουρμουρίζει σαν υπόσχεση και συνεχίζει το γρήγορό του βήμα. Τρέχει προς το ταχυδρομείο και στέλνει βιαστικά άλλο ένα τυχαίο του τηλεγράφημα.
Περιπλανιέται στους γύρω δρόμους και τελικά βρίσκει εκείνη την πλατεία που λογάριαζε. Ανεβαίνει στο βάθρο του αγάλματος, και γεμάτος έκσταση και δάκρυα στα μάτια ουρλιάζει την απόλυτή του αλήθεια. Εκεί Νιώθει και Είναι…ο κάτοχος της αλήθειας, ο κοινωνός της γνώσης της μεγάλης μέρας που έρχεται.
Οι περαστικοί γεμάτοι περιέργεια ακούνε για την μια και μοναδική και μαζική  ''Ανάδυση Πιθανοτήτων'' που φωνάζει ολόγρος  ο Γερο - Τζών.
_ …όταν ο κόσμος μας αυτομάτως και αστραπιαία αλλάξει τροχιά και υπόσταση και εγκολπωθεί από το μοναδικά πραγματικό σύμπαν. Εκεί που - και η μέρα αυτή είναι κοντά σας λέω- μόνο, το πρέπων το σωστό, το δίκαιο και το θεόπνευστο υπάρχει, είπε και λιποθύμησε σβήνοντας πάνω στο έκπληκτο πλήθος.

Συνεχίζεται ……

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

4.
Οι δείκτες στο ρολόι του τοίχου έδειχναν 3:17, όταν ο Πωλ μπήκε στο διαμέρισμά του. Χωρίς να ανοίξει τα φώτα, σωριάστηκε στον καφέ καναπέ, τον μόνιμα καλυμμένο με ρούχα και εφημερίδες, και αποκοιμήθηκε έχοντας ακόμη στα αυτιά του τα λόγια του Τζάκ Ντάιαμοντ «Θα είσαι τα μάτια και τα χέρια μου για εκείνη».

Το επόμενο μεσημέρι ο Πωλ περνούσε το κατώφλι του διπλανού διαμερίσματος, καλεσμένος της Χίλντα Γκριν για το γεύμα των Ευχαριστιών. Η Χίλντα, μια 42χρονη κοκκινομάλλα χήρα, ντυμένη με ένα βαθύ μπλε φόρεμα που μόλις κάλυπτε τα γόνατά της, τον υποδέχθηκε με το ζεστό χαμόγελό της. Επιδιώκοντας από καιρό μια τέτοια συνάντηση με το γείτονα η χήρα είχε βάλει όλη της τη μαεστρία τόσο στην εμφάνισή της όσο και στην προετοιμασία του εορταστικού δείπνου.

 

«Στην υγειά μας», είπε η Χίλντα υψώνοντας με το ένα χέρι το ποτήρι με το κόκκινο κρασί και ακουμπώντας με το άλλο το χέρι του Πωλ, «εύχομαι να έχουμε κι άλλες τέτοιες ευκαιρίες για να…γευματίζουμε».

«Φυσικά», ψέλλισε χαμογελώντας ο Πωλ και ήπιε μια γουλιά απ’το κρασί του. Σε όλη τη διάρκεια του δείπνου δεν είχε πει παρά ελάχιστα. Αν και καταλάβαινε τις προθέσεις της Χίλντα και παρότι δεν τον άφηνε καθόλου αδιάφορο κι εκείνον, τα γεγονότα της χθεσινής νύχτας εξακολουθούσαν να τον απασχολούν. Κι αυτό ήταν που τον προβλημάτιζε.

 Για ποιο λόγο ακριβώς σκεφτόταν στα σοβαρά την πρόταση του μαφιόζου; Γιατί δεν την απέρριψε αμέσως; Δεν ήταν τα τριπλάσια χρήματα που του πρόσφερε. Η δουλειά του τον ευχαριστούσε, αυτό ήξερε εξάλλου να κάνει.  Ποια σχέση θα μπορούσε να έχει αυτός με τη νύχτα και τον υπόκοσμό της;  Κι όμως, κάποιος άλλος λόγος υπήρχε…

 

 «Ώρα να δοκιμάσεις το γλυκό μου», διέκοψε τις σκέψεις του η Χίλντα.

Ο Πωλ καθισμένος στην καρέκλα, ασφυκτιούσε πια.  Μετρούσε αντίστροφα τα λεπτά μέχρι το τέλος του δείπνου. Αφού δοκίμασε ελάχιστα από το σοκολατένιο γλυκό, ευχαρίστησε τη Χίλντα κι έφυγε σαν κυνηγημένος.

Κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες και βγήκε από το κτίριο βγάζοντας από την τσέπη του ένα σημείωμα…