Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

8.


Κατάκοπος κι αλαφιασμένος ο Ανδρέας ξύπνησε ζαλισμένος στο δωμάτιό του πάνω στο σιδερένιο του κρεβάτι … Η κυρα Μάρθα άκουγε το τοπικό ραδιόφωνο και θαρρείς πως γελούσε μόνη της ...
Ο Αντρέας άρχισε σιγά σιγά σχεδόν αθέλητα να χαμογελάει.
_ νομίζω πως τρελαίνομαι, αναφώνησε  και σχεδόν έσκασε στα γέλια… ...γέλια σχεδόν παρανοϊκά…
 Πίσω από την κλειστή μεσόπορτα του δωματίου του, φάνηκε καπνός να βγαίνει από τις χαραμάδες. Για μια στιγμή σάστισε αλλά καθώς άκουσε φωνές και οχλοβοή απ’ έξω δεν έκανε τίποτε άλλο από το να τρέξει να ανοίξει τα πράσινα ξεφτισμένα εξώφυλλα της μπαλκονόπορτας και να κοιτάξει  κάτω στο δρόμο. Κοσμοσυρροή μεν αλλά κάτι…
Περίεργο;
Τρομακτικό;
Ευχάριστο;
Χα!
Καπνοί που ασφυκτιούσαν μέσα στα ρούχα και τις στολές των ανθρώπων έβγαιναν προς τα πάνω σαν τον αχνό από ζεστά κορμιά μέσα στην παγωνιά …
… ήταν πολύχρωμοι όμορφοι και συμμετρικοί αυτοί με τα χρώματα του ουράνιου τόξου!
Ταυτόχρονα το πλήθος που γυρόφερνε αλλοπρόσαλλα γελούσε ακατάπαυστα με γέλια χαχανητά και ουρλιαχτά!!! Τραγουδούσαν εκείνο το τραγούδι που έπαιζε το ραδιόφωνο, ξανά και ξανά μέχρις λιποθυμιάς.
Με δυο δρασκελιές αλλά φοβισμένα και επιφυλακτικά ο Αντρέας έβγαλε  την κατακίτρινη χαρτοπετσέτα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου του και πριν προλάβει να σκύψει να κοιτάξει προς την κουζίνα την μητέρα του, πυκνός καπνός εισέβαλε με πίεση στο δωμάτιο του. Καπνός κι αυτός σαν των άλλων ανθρώπων κάτω στο δρόμο στα χρώματα του ουράνιου τόξου….
Ψηλά στον ηλιόλουστο ουρανό από τον  καπνό σχηματιζόταν κάτι που ενώ στην αρχή έμοιαζαν ιερογλυφικά τελικά ήσαν γνώριμα αφού βασάνιζαν καθημερινά  τρελούς και γνωστικούς στο Γκόθαμ…ήταν αριθμοί!
Παίζανε χαρούμενα μεταξύ τους.  Ένα θεότρελο κρυφτό κυνηγητό και γαϊτανάκι.. Τελικά ο αριθμός σχηματίστηκε και εκεί που παιχνιδιάρικα χόρευε ακινητοποιήθηκε ξαφνικά . Ήταν ο περιώνυμος 144 000 !!!  
Τότε ήταν λοιπόν που με πολύ κρότο ο ουρανός απλά σκίστηκε στα δυο, η μουσική εκείνου του τρελοτράγουδου δυνάμωσε τρομερά … περίπου σε ένταση κομπρεσέρ ( ίσα με 144 δεσιμπελ)!
Τότε ήταν που από τον ουρανό και εν μέσω καπνών εμφανίστηκαν αιωρούμενες μάσκες  από μακρομάλληδες σοφούς γέροντες με μακριά γένια που θυμίζανε περισσότερο Διόνυσο και λιγότερο Ιεχωβά και ανοιγόκλειναν τα στόματά τους
Μια φωνή εν μέσω κεραυνών λάμψης και βροντών αναφώνησε:   
144 000 πιστοί και άγιοι άνθρωποι… ήγγικεν η ώρα! ελατέ ! πάμε ! φεύγουμε !
Πάμε στην γη της επαγγελίας! Ο πλανήτης μας ο Αγάθων είναι έτοιμος, άνοιξε τις πύλες του τις αστρικές και μας περιμένει…
_ μα είμαστε πολύ λιγότεροι τι μας θέλει τόσους πολλούς… ψέλλισε τρεμάμενος ο Αντρέας καθώς άνοιγε την πόρτα  και μπήκε  στην κουζίνα κατατρομαγμένος

_δεν πειράζει, απάντησε χασκογελώντας πλένοντας τα πιάτα η κυρα - Μάρθα
_είμαστε όμως όλοι άγιοι κανακάρη μ’ εδώ στο Γκόθαμ…και αφού σκούπισε βιαστικά τα χέρια στην ποδιά της έτρεξε στις σκάλες και κατέβηκε κάτω στο δρόμο. Ο Αντρέας την ακολούθησε…
Το θέαμα που αντίκρισε ήταν ασύλληπτο: όλοι οι κάτοικοι του Γκόθαμ τραγουδώντας έξαλα  είχαν πέσει σε έκσταση ιερή στριφογυρίζοντας  τρεκλίζοντας χοροπηδώντας και κάνοντας κολοτούμπες όλοι τους . Ακόμα και οι γέροι ! Βγάζοντας άναρθρες κραυγές και  με αφρούς στα στόματα τους έτρεξαν προς το Εμπορικό Κέντρο της ιερής τούτης πόλης…

                                                                                                                                                      Συνεχίζεται...

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

7.



-Έλα μαζί μου. Πάμε  στην στάνη μου λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα. Είπε ο Θείος Τάκης  και σηκώθηκε.

-Τι να κάνουμε στην στάνη σου; Ρώτησε απορημένος ο Αντρέας.

-Θα σε περιμένω έξω. Είπε αινιγματικά ο Τάκης και πήρε το πρόβατο αγκαλιά, πήγε στο αμάξι, έβαλε το μπεμπενάκι στο πίσω κάθισμα, και μια πρόχειρη ταινία στο σπασμένο παράθυρο του συνοδηγού.  Μόλις ήρθε ο Αντρέας, ο Τάκης έβαλε το ραδιόφωνο και ακούγοντας το τραγούδι έμειναν σιωπηλοί και σκεπτικοί σε όλη την διαδρομή.

Μπαίνοντας στην στάνη με τα 4 πρόβατα, ο θείος Τάκης αφήνει από την αγκαλιά του το πέμπτο πρόβατο και φωνάζει: Παιδιά εμφανιστείτε!



Ξαφνικά ΠΟΥΦ! Πολύχρωμοι καπνοί και τα πρόβατα έγιναν άνθρωποι. Ο Αντρέας σάστισε! Πάει  να φύγει  αλλά ο θείος Τάκης τον σταματά.

-Μην φοβάσαι Αντρέα, είμαστε οι Καλόρι. Με τους μωβ καπνούς είναι ο Άκης, με τους γαλάζιους ο Σάκης, με τους μπλε ο Μάκης, με τους πράσινους ο Λάκης, με τους κίτρινους εγώ ο θείος σου Τάκης, με τους πορτοκαλί ο Μπάμπης και με τους κόκκινους... ήταν η Έλλη…

-Δεν… δεν καταλαβαίνω…  ψέλλισε ο Αντρέας.

-Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν ότι οι Νέμπιας είχαν έρθει και στην Αρχαιότητα. Oι άνθρωποι τοτε είχαν φτιάξει μια μηχανή και είχαν δημιουργήσει μια ομάδα, τους Καλόρι, που μόνο εκείνοι μπορούσαν να σκοτώσουν τους Νέμπιας. Οι Καλόρι έπαιρναν ό,τι μορφή ήθελαν σαν τους Νέμπιας, με την διαφορά ότι  ο δικός τους καπνός είχε τα χρώματα  του ουρανίου τόξου και την διαφορά… πως αν σκοτωνόταν όσο είχαν την πραγματική ανθρώπινη μορφή τους, πέθαιναν… Μα μόνο μια ομάδα μπορεί να φτιαχτεί κάθε 1000 χρόνια. Έφτιαξα λοιπόν την ίδια μηχανή…  Βρήκα 7 ανθρώπους που θέλουν να πολεμήσουν και ξανάφτιαξα τους Καλόρι. Αυτό ακριβώς έψαχναν οι Νέμπιας τις προάλλες…

-Και γι’αυτό σκότωσαν την Έλλη… Επειδή ήταν Καλόρι…

-Ακριβώς…  Μόνο που μπορεί να επιστρέψει…

-Πως; Πως μπορεί να επιστρέψει;  Ρώτησε με αγωνία ο Αντρέας.

-Με το δικό σου αίμα. Έχεις αναπτύξει  ένα ιδιαίτερο δεσμό με την Έλλη. Και μπορείς να φέρεις μια ζωή πίσω, μονάχα αν αφαιρέσεις  κάποια άλλη με την οποία είχαν δέσιμο…

Ο Αντρέας έκανε ένα βήμα πίσω. Ο θείος Τάκης έβαλε το χέρι του στον ώμο του.

-Παιδί μου…  Με την θυσία σου, δίνεις μια δεύτερη ευκαιρία στην  Έλλη και μια ελπίδα στην Ανθρωπότητα. Αλλιώς οι Νέμπιας θα νικήσουν για πάντα… Η μεγαλύτερη γενναιότητα αγόρι μου, είναι να νικήσεις τον μεγαλύτερο φόβο… εκείνον του θανάτου.. Και οι Νέμπιας τρέφονται από αυτό….

Ο Αντρέας έμεινε σιωπηλός για λίγο, κοίταξε τον ουρανό και φώναξε


Ο Θείος Τάκης κοίταξε τους Καλόρι που στεκόταν πίσω του… Κοίταξε τον Αντρέα… Βγάζει ένα μαχαίρι με περίεργα ιερογλυφικά… Με δύναμη πάει να το καρφώσει στην καρδιά του Αντρέα  όταν ξαφνικά… ένας γκρίζος σίφουνας μπαίνει στην στάνη, πετάει τον Αντρέα πιο πέρα, και μεταμορφώνεται στην Έλλη.

-Αντρέα τρέξε να σωθείς! Φώναξε η Έλλη, και έπειτα μεταμορφώθηκε σε τεράστιο σκορπιό λέγοντας στον Θείο Τάκη: Βάλτα  με κάποιον ισοδύναμο σου ψωριάρη!

Βγαίνοντας ο Αντρέας από την στάνη μπερδεμένος  και  τρέχοντας, σκοντάφτει κάτω και πέφτει. Ένα χέρι τον σηκώνει… Ανεβάζει το βλέμμα και βλέπει… τον εαυτό του!

-Έλα, θα σε καλύψουμε εμεις, τρέξε  εσύ. Η ομίχλη θα εξαφανίσει  τα ίχνη σου…
  



                                                                    …συνεχίζεται…

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

6.



    Όχιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι………


  «Γκρίζος καπνός παντού. Μια πόλη που ζυμώνεται καθημερινά με τον τρόμο. Μια πόλη γεμάτη ανθρώπους σιωπηλούς. Ποντίκια που τρυπώνουμε σε σιχαμερές τρύπες μες τη γη. Οι βρώμικες ανάσες και ο ξινισμένος ιδρώτας του τρόμου. Καταφύγια. Σκιές μες στις σκιές μας. Και ο καπνός παντού γύρω μας, στη σκέψη μας, στις ανάσες μας, στις ζωές μας. Μόνο ξόρκι του κακού στα σωθικά μας δεν μπορεί να γίνει. Μια ανάσα του τσιγάρου που θ’ απαλύνει τον πόνο, θα χαλαρώσει τον κόμπο στο λαιμό μας. Λες κι αν αγνοήσουμε τη δύναμη του, θα λησμονήσουμε τους απόντες μας. Τις μαύρες τρύπες που απλώνονται σαν τεράστιο κενό στης ζωές μας. Τους αγαπημένους μας. Κάθε άνθρωπος σ’ αυτή την πόλη και μια μαύρη τρύπα. Ένας γκρεμός που πάνω του τραμπαλιζόμαστε φλερτάροντας το χάος.

  Τους αποκαλούν Δαίμονες, Γκρίζους, Νέμπιας. Πλάσματα της φαντασία μας, πιο πραγματικοί κι από τον ίδιο μας τον πόνο, τροφή των φόβων μας.

  Ο Δήμαρχος και οι αρχές του τόπου, τρομαγμένα ανδρείκελα,  ατάραχοι διαβάζουν τα προκλητικά μηνύματα τους σ’ όλους εμάς, που αμίλητοι και φοβισμένοι τρέμουμε σαν φύλλα που τα σαρώνει ο  άνεμος...

  Όχιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι………

 Το βλέμμα  της που έσβησε στο βλέμμα μου, μετουσιώθηκε σε μαχαίρι. Μου ξέσκισε τον εγκέφαλο, μου τρύπησε την καρδιά, μου έλιωσε τα λαγόνια. Με ξύπνησε απ’ τον λήθαργο.



  
  Εκείνη τη μέρα, λίγες μόνο ώρες πριν, χωμένος στην αυτόλύπηση, ευνουχισμένος απ’ τον φόβο, σάρκαζα την μόνη επανάσταση που θαρρούσα ότι θα τόλμαγα ποτέ: ένα τσιγάρο στα κρυφά, μια τολμηρή παράνομη εφημερίδα. Ένας ξεπεσμένος σωτήρας του κόσμου, κρυμμένος πίσω απ’ την στοργική ποδίτσα της μαμάς, που ξεχνάει να κλαίει για τους απόντες, αλλά χύνει ποταμούς δακρύων πάνω απ’ την καμένη πίτα του άνανδρου ψευτο-σωτήρα μας.

  Όχιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι……… Όχι άλλο πια…

  Όχι, για τον πατέρα και τ’ αδέλφια μου, που χάθηκαν αφήνοντας το μαύρο αποτύπωμα της απουσίας τους στη ζωή της μάνας μου. Όχι, για την πόλη μου, που κόβει μπουκιές λύπης για να τραφεί, φόβου για να χορτάσει, ψευτιάς για να ξεχάσει και ν’ αποκοιμηθεί. Όχι, για το γκρεμό που γεύομαι κάθε στιγμή, στοιχειωμένος απ’ το θλιμμένο της βλέμμα, μικρή ανάσα άνομου καπνού. Όχι θείε Τάκη. Όχι άλλο πια. Χόρτασα.

  Προχθές, την ημέρα της χαζογιορτής τους, ξύπνησα με τη φωνή της να μου τραγουδά. Ξέρω πως θα με πεις τρελό, απελπισμένο, μα την πίστεψα αυτή τη φωνή. Είμαι σίγουρος, είναι κάπου μόνη και φοβισμένη. Και περιμένει εμένα. Είμαι σίγουρος. Θα ξαναβρεθούμε. Μόνο που εγώ, εγώ έχω ξεχάσει ποιος είμαι. Ο φόβος που έθρεψε το θηρίο, κατασπάραξε τον άνδρα που ήμουνα. Και τώρα νοιώθω μόνος. Μόνος και γυμνός. Ποιος είμαι θείε Τάκη; Ποιος στ’ αλήθεια είμαι;»




  Ο θείος Τάκης χάιδευε αφηρημένα το αρνάκι δίπλα του όσο κρατούσε ο αγριεμένος μονόλογος του Ανδρέα. Ξεφύσηξε μια γερή τουλίπα καπνού και καρφώσει το διάφανο φωτεινό βλέμμα του στα μάτια του «αγοριού» που έκαιγαν από φλόγα πρωτόγνωρη. Πόσο παράξενο να τον σκέφτεται ακόμα σαν αγόρι αυτόν τον κουρασμένο άντρα, τον μέχρι χτες νικημένο… Ρημαγμένος από τον πόνο της απώλειας, συγκλονισμένος από την μέχρι πρότινος παραιτημένη απάθειά του, γοητευμένος από την ίδια του την αφύπνιση, ο Αντρέας άστραφτε σαν αναγεννημένος άγγελος τιμωρός. Το «αγόρι» επιτέλους είχε γίνει άντρας. Και ήταν έτοιμος για την αλήθεια.

  «Ανδρέα, κάνεις τη σωστή ερώτηση, ακόμα κι αν δεν το ξέρεις. Οι γιορτές και οι φανφάρες ενός δειλού κι ανάξιου άρχοντα για δήθεν υπερήρωες και άνωθεν σωτήρες, έχεις καταλάβει πια, πως είναι ψευτιές και νανουρίσματα στον φόβο των κατοίκων. Κανείς δε θα έρθει να μας σώσει.» Τράβηξε μια ρουφηξιά από το πούρο του, κοίταξε τρυφερά τον Ανδρέα και συνέχισε:



                                                                    …συνεχίζεται…

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

5.



Φυλακή. Ξεκινώντας από το βλέμμα μου.
Η φυλακή των ματιών μου. Κολλημένες  ψεύτικες βλεφαρίδες κάγκελα στο φως. Τα πόδια μου μέσα στις υπόλοιπες εφαρμοστές μου μαύρες μπότες, ακίνητα, στην ίδια θέση. Τον ονειρευόμουν. Μέσα στο σκούρο χωρίς τσάκιση γυαλιστερό του λύκρα κορμάκι, με το λογότυπο ανάμεσα στο στήθος, το ασορτί καλσόν, το μαύρο βρακάκι του με την χρυσαφένια ζώνη και τις ψηλές εφαρμοστές λουστρινένιες μπότες του. Όμορφος στο πάντα μέσα μου. Και έπειτα εκείνο το βλέμμα – μαχαιριά. Το τελευταίο πράγμα που αντίκρισα. Την αγωνία του, τον φόβο του, την πάλη του να προσπαθεί να περάσει ανάμεσα στους ανθρώπους. Και η αγάπη του, η λαχτάρα του να με φτάσει, που έκανε τα μάτια του λαβές, για να πιαστώ. Και τέλος η κραυγή του. Θηλιά στο λαιμό μου να με πνίγει στην αρχή, και υφαντό ζεστό, να με ζεσταίνει πια. «Όχιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι………»

Και τώρα εδώ. Σ’ ένα σύμπαν αντανάκλαση, σ΄ ένα fractal, αυτό-όμοιο με διαφορετικά επίπεδα μεγέθυνσης του Γκόθαμ. Σ ένα Σύμπαν αντίγραφο,  μαρκαρισμένων ανθρώπων που μύριζαν, μίλαγαν, άγγιζαν, όπως εγώ.

΄Ηρθε πρώτος και μου μίλησε. Η εικόνα του ανοίκεια. Μα η φωνή του γέφυρα στη ζωή που έχασα. Έκλεισα τα μάτια μου, προσποιήθηκα πως τον άκουγα, να μου εξηγεί, να με παρηγορεί, να με βλέπει να κλαίω. Ο πατέρας του. Πόσες και πόσες φορές δεν την είχα ακούσει να του μιλά, να του μοιράζεται  μέσα από τον κόρφο της, «Χαράλαμπε μου…».
Ήταν όλοι εκεί. Τα δύο του αδέλφια, συγγενείς, γείτονες, φίλοι. Οι απόντες μας όλοι. Ένας ένας δομούσε γύρω μου την αντανάκλαση της ζωής που έχασα.
Και μέσα μου το μόνο που ευχόμουν ήταν να ήταν εκείνος εδώ. Κατάρα στη θυσία της απουσίας του, ευχή στο βωμό της αγάπης μου.
Ο Αντρέας μου…, μαζί με εκείνο το τραγούδι. Λοβοτομή στο μυαλό μου.

Λόγια, ψιθυρίσματα, αναφιλητά, τοίχος γύρω μου. Και έπειτα εκείνοι. Οι Νέμπιας. Ανάμεσα στους αφαιμαγμένους ανθρώπους. Να τρέφονται από την λύπη τους. Η κινητήριος δύναμη τους. Όσο η λύπη ρουφούσε τους κάτοικους της Γκόθαμ Σίτυ, τόσο εκείνοι βρίσκαν άφθονη τροφή για να ζήσουν. Από τον καθένα ο πόνος του, τροφή στον πολλαπλασιασμό τους. Γέννημα από τους φόβους μας. Πλάσματα της φαντασίας μας και πιο πραγματικοί από τον ίδιο μας τον πόνο. Μόνο μια στάλα χαράς, και θα τους σκότωνε. Μα που να βρεθεί σε εκείνο ταφικό εστιατόριο.
Και τώρα, εκεί. Μακριά του. Να ρουφούν την αδυναμία μου. Να μετανσαρκώνουν την απουσία του. Μέσα από μια στιγμή χάθηκαν όλα. Μύρισαν την λύπη μου, ακτινογράφησαν τον πόνο. Και ήξεραν πως χαρά εξατμιζόταν μέσα μου. Ήμουν έτοιμη Τροφή για κείνους. Όλοι πάνω μου. Με τη μορφή του, κολλημένοι να εισπνέουν την λύπη μου. Συνουσία διαστροφής. Αντανάκλαση  πόθου, σε αφαίμαξη ζωής. Από τον καθένα χωριστά. Ένα διεστραμμένο οργιαστικό πάρτυ, feed swinging. Παραδόθηκα. Κατάλαβα. Δεν περίμενα. Ένα παράλληλο Γκόθαμ οικοδομούνταν, με ταϊσμένους Γκρίζους καπνούς. Όταν πια δεν θα χει μείνει ψήγμα χαρά στη Γκόθαμ, παρά μόνο λύπη, τότε εκείνοι θα κυριαρχούσαν. Θα αντιστρέφανε τον χάρτη. Και εμείς με την αξόδευτη λύπη μας θα δίναμε ώθηση στην τροφή τους.
Και αφέθηκα. Στο καπνό. Στην εικόνα του.  Στην ακαριαία στιγμή. Ήξερα πια πως θα έρθει.
Θάρθει. Να με δέσει πάνω του.



                                                                                                               Συνεχίζεται......