Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014



21.2

Συνέχεια  από  τις σημειώσεις της Μαντλέν…………………

«Στο σπίτι της Χίλντα , με περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Πρώτα το βλέμμα μου έπεσε στον Μόζυ που καθόταν στο τραπέζι ανάμεσα σε μια ξανθιά  και σε έναν ηλικιωμένο κύριο. Πριν μπορέσω να πω οτιδήποτε, ο άνθρωπος αυτός σηκώθηκε αργά κοιτώντας με έντονα. Ο Μόζυ φώναζε το όνομα μου, ρωτώντας πως βρέθηκα εκεί, αλλά εγώ το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν  ότι  επιτέλους η αναζήτηση είχε τελειώσει. Ο πατέρας μου, ο αγαπημένος μου πατέρας στεκόταν μπροστά μου. Γερασμένος και ταλαιπωρημένος, αλλά χωρίς αμφιβολία ήταν εκείνος!  Δεν θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω αυτά τα μάτια που με κοίταζαν με λατρεία όταν ήμουν κοριτσάκι και με έκαναν να νιώθω σαν πριγκίπισσα!   Έπεσα στην αγκαλιά του κλαίγοντας και  άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. 

Ήμουν τόσο χαμένη στην ευτυχία μου,   που άργησα να καταλάβω  ότι γύρω μας κάτι δεν πήγαινε καλά. Η ξανθιά γυναίκα – που όπως κατάλαβα αργότερα ήταν η Χίλντα- κείτονταν στο πάτωμα ακίνητη . Ο Σκάρ φώναζε κάτι και τηλεφωνούσε στην αστυνομία. Οι αστυνομικοί κατέφθασαν και έφυγαν παίρνοντας μαζί το πτώμα της Χίλντα, την όμορφη κοπέλα που έμαθα ότι ήταν η Λίμπυ με την οποία αλληλογραφούσα  τόσο καιρό και την οποία κατηγορούσαν ότι είχε δηλητηριάσει την Χίλντα και τον Σκαρ σαν μάρτυρα. Οι  υπόλοιποι μείναμε στο μικρό διαμέρισμα με μένα όλο και περισσότερο μπερδεμένη και μη μπορώντας να βγάλω νόημα από όλα αυτά. Μόνο τότε πρόσεξα και τον άντρα που ήταν μαζί μας στο δωμάτιο. Όταν μου συστήθηκε ως Πωλ, τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο περίπλοκα, αφού στα γράμματα της Λίμπυ, αυτός αναφερόταν σαν υπεύθυνος για τον θάνατο του πατέρα μου, που όμως δεν ήταν νεκρός!  . Ο αγαπημένος μου Μόζυ  είχε σχεδόν καταρρεύσει από την δολοφονία της Χίλντα, η οποία όπως έμαθα, ήταν μακρινή ξαδέρφη του από την μεριά της μητέρας του. 

Τις επόμενες ημέρες άρχισα να καταλαβαίνω πολύ περισσότερα απ’ όσα θα ήθελα. Ο πατέρας που τόσο πολύ λαχταρούσα δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμενα. Δεν μπορώ να πω αν ευθύνονταν οι τραγικές καταστάσεις που έζησε ή αν ο χαρακτήρας του ήταν έτσι από παλιά. Ένα μικρό κορίτσι δεν κρίνει τον πατέρα του, αλλά όντας ώριμη γυναίκα πια,  μπορούσαν να διακρίνω μέσα στον άνθρωπο που είχα απέναντι μου, έναν εκδικητικό, ψυχρό υπολογιστή, χωρίς ηθικούς φραγμούς, που δεν σταματούσε σε τίποτα προκειμένου να πραγματοποιήσει το διεστραμμένο του στόχο: Να εκδικηθεί όλους όσους το διαταραγμένο του μυαλό πίστευε υπεύθυνους για τον χαμό της μοναδικής πραγματικής του αγάπης. 

 Στην προσπάθειά του αυτή, έπαιζε χωρίς κανένα ενδοιασμό με τις ζωές των ανθρώπων γύρω του, ακόμα και με την δική μου κι ας βρισκόμουν στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Με παρακολουθούσε και με κατεύθυνε μέσω της Λίμπυ και των γραμμάτων της. Ήξερε για τη σχέση μου με τον Μόζυ, για τον οποίο είχε ένα βαθύτατο μίσος επειδή ό μοναδικός του γιός ήταν «γυναικωτός»- έτσι το έθεσε.  Άρχισα να τον απεχθάνομαι όλο και περισσότερο κάθε μέρα που περνούσε. Γρήγορα κατάλαβα ότι εκείνος έφταιγε για την δολοφονία της Χίλντα, που ήταν το υποχείριό του τόσο καιρό και όταν πια δεν την χρειαζόταν κατάφερε όχι μόνον να την βγάλει από τη μέση, αλλά να φορτώσει  με επιδέξιους χειρισμούς  την ενοχή στην Λίμπυ. 

Καθώς το απίστευτο κουβάρι της ζωής του πατέρα μου ξετυλιγόταν, έπρεπε να στηρίξω και τον Μόζυ που ήταν ακόμη πιο ταραγμένος από μένα. Τα έχασε κυριολεκτικά , όταν έμαθε ποιος ήταν ο πραγματικός του πατέρας. Άλλη μια ζωή που κατέστρεψε ο Τζών Σάντλερ , αρχικά  παρατώντας τον Μόζυ και την μητέρα του να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους χωρίς να τους ρίξει έστω μια ματιά  και τώρα, πετώντας κατάμουτρα την περιφρόνησή του στον μοναδικό του γιό. Αυτό ήταν παραπάνω απ’ ότι μπορούσα να ανεχτώ. Στράφηκα για βοήθεια στον μόνο λογικό άνθρωπο που απέμενε, τον Πωλ. Σιγά σιγά άρχισα να τον εμπιστεύομαι και κείνος άρχισε να με βοηθάει να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις  και τα συναισθήματά μου. Ούτε και κατάλαβα πως έγινε και τον ερωτεύτηκα…  

 Ίσως να ήταν οι ατέλειωτες συζητήσεις που κάναμε τα βράδια όταν οι άλλοι κοιμούνταν, ίσως και η απόλυτη ανάγκη που είχα από κάποιον που να με στηρίζει για να μπορώ να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα. Πάντως σύντομα ανακάλυψα ότι , για πρώτη φορά ήμουν τρελά ερωτευμένη. Ο Πωλ μου έγινε απαραίτητος. Έδωσα τέλος στην ιστορία μου με τον Σκαρ λέγοντας του ότι δεν ήμουν σε θέση να συνεχίσω μετά απ’ όλα αυτά που είχαν συμβεί. Δέχτηκε την δικαιολογία μου και είπε ότι ήξερα που να τον βρω αν ποτέ χρειαζόμουν κάτι. Κι έτσι τα πρωινά τα περνούσα στον παραληρηματικό κόσμο του πατέρα μου και τα βράδια στην αγκαλιά του Πωλ. Ήταν μια περίεργα μοιρασμένη περίοδος, ανάμεσα στην απόλυτη δυστυχία και την απόλυτη ευτυχία.

Δυστυχώς όμως γρήγορα κατάλαβα ότι και με τον Πωλ τα πράγματα δεν ήταν όπως έδειχναν αρχικά. Κάτι μου έκρυβε . Τόσο η μόρφωσή του όσο και η συμπεριφορά του,   δεν ταίριαζαν με την εικόνα του σκληρά εργαζόμενου φτωχού βιοπαλαιστή που ήθελε να μας αφήσει να πιστεύουμε πως ήταν. Έπειτα, μια μέρα που ήμουν μόνη στο διαμέρισμα του, βρήκα κρυμμένο ένα περίστροφο και ένα αστυνομικό σήμα.  Το συζήτησα με τον Μόζυ και αποφασίσαμε να τον παρακολουθούμε για να καταλάβουμε τι γίνεται. Και έτσι η ζωή μου πήρε άλλη μια απροσδόκητη τροπή. 

Ανακαλύψαμε ότι ο Πωλ ήταν στην πραγματικότητα μυστικός αστυνομικός που συνεργαζόταν με τον Σκαρ  για την εξάρθρωση του οργανωμένου εγκλήματος. Είχαν αναλάβει την σπείρα του Τζακ Ντάιαμοντ , της οποίας σημαίνον στέλεχος ήταν και ο πατέρας μου, μιας και όπως έμαθα, ήταν  ο λογιστής του. Είχε φροντίσει να βρει τρόπο να πλησιάσει τον Ντάιαμοντ, συχνάζοντας στο μαγαζί του και περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία. Έτσι και έγινε εκείνη την νύχτα που άρχισε τον καυγά με το πλουσιόπαιδο για χατίρι της Λίμπυ. Από κει και πέρα τα πράγματα ήταν εύκολα. Ο Πωλ φρόντισε να αφήσει την Λίμπυ να πιστεύει ότι τον είχε του χεριού της και ταυτόχρονα πλησίασε τον πατέρα μου με αφορμή κάποια από τις συχνές του κρίσεις. Ο Σκαρ και ο  Πωλ συνεργάζονταν και με τις αστυνομικές αρχές του Παρισιού, οι οποίες τους ειδοποίησαν ότι φτάνω στην Νέα Υόρκη. Έτσι ο Σκαρ κατάφερε να με εντοπίσει και να μου παρουσιαστεί σαν ιδιωτικός ντετέκτιβ ικανός να με βοηθήσει να βρω τον πατέρα μου.  

Στην προσπάθειά τους όμως να αντιμετωπίσουν την μαφία, είχαν πέσει πάνω σε έναν κατ εξακολούθηση δολοφόνο : τον Τζων Σάντλερ! Ανακάλυψαν ότι πολλά από τα ανεξιχνίαστα εγκλήματα των τελευταίων χρόνων οφείλονταν στον «λατρεμένο» μου μπαμπά, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας του ίδιου του Τζακ Ντάιαμοντ αλλά και άλλων εξεχόντων μελών της κοινωνίας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Και όλοι σχετίζονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την σωσίβια λέμβο 16 του ΤΙΤΑΝΙΚΟΥ. Ήταν φυσικό να πιστέψουν ότι εγώ και ο Μόζυ ήμασταν μέρος της απίστευτης αυτής ιστορίας και έτσι αποφάσισαν να μας έχουν από κοντά για να μας ξεσκεπάσουν.  Όλα αυτά μου τα ομολόγησε ο Πωλ την τελευταία φορά που τον είδα, αφού είχα βρει νεκρό τον λατρεμένο μου Μόζυ.

Τώρα πια έχω μια ξεκάθαρη εικόνα του τι συνέβη και οδηγηθήκαμε όλοι οι πρωταγωνιστές της απίστευτης ιστορίας στο τελικό ξέσπασμα. Αυτό που έχω στο μυαλό μου σαν «μεγάλο γεγονός» , και θα το σκέφτομαι έτσι ως το τέλος της ζωής μου.

Αυτό που δεν αντιλήφθηκαν εγκαίρως ο Πωλ και ο Σκαρ ήταν ότι η διαταραγμένη ιδιοφυία του πατέρα μου είχε καταλάβει το ρόλο που έπαιζαν. Δεν μπορώ να πω το πότε ακριβώς το συνειδητοποίησε, αλλά όταν το αντιλήφθηκε αποφάσισε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα: να τους βγάλει από την μέση.  Έτσι παρακολούθησε τον Σκαρ  και τον σκότωσε με μια σφαίρα στο κεφάλι στο σημείο που είχε ραντεβού με τον Πωλ, ένα βράδυ στα τέλη του Μάη. Τα στοιχεία που άφησε στον τόπο του εγκλήματος, ενοχοποιούσαν τον Μόζυ. Ο Πωλ τυφλωμένος από θλίψη και οργή για τον θάνατο του συνεργάτη του, έτρεξε στο διαμέρισμα που έμενε ο γλυκός μου αδερφός.   Δεν μου είπε ποτέ τι διαδραματίστηκε μεταξύ τους. Το μόνο που ξέρω είναι ότι  τον σκότωσε,  χωρίς να πιστέψει τους όρκους που του έδινε ο Μόζυ ότι ήταν αθώος. Όταν όμως πέρασε η οργή του συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει ένα έγκλημα και ότι δεν μπορεί να ήταν ο Μόζυ ο ένοχος για την δολοφονία του Σκαρ.  Έφυγε σαν τρελός από το διαμέρισμα και γύρισε στο δικό του για να σκοτώσει τον πατέρα μου, που είχε καταλάβει πια ότι ήταν ο πραγματικός ένοχος. Εκεί τον βρήκα δύο ώρες μετά μεθυσμένο. Ο Τζων Σάντλερ και τα πράγματά του έλειπαν και ο Πωλ είχε καταρρεύσει υπό το βάρος του ότι είχε κάνει μέσα στην οργή του.  

Εκείνο το βράδυ είχα ραντεβού με τον Μόζυ αλλά όταν πέρασα να τον πάρω από το διαμέρισμα του ήταν πολύ αργά……. Τον βρήκα να κείτεται σε μια λίμνη αίματος. Μέσα στην ταραχή μου έφυγα τρέχοντας προς τον μοναδικό άνθρωπο που μου έμενε πια.. .. τον Πωλ. Εκεί κατάλαβα ότι η ζωή μου είχε καταντήσει ένα γκροτέσκο παιχνίδι ψεμάτων και θανάτου. Κανείς δεν ήταν αυτό που φαινόταν και σε κανέναν δεν μπορούσα να έχω εμπιστοσύνη. Ούτε καν σε αυτόν που αγαπούσα περισσότερο από κάθε άλλον στον κόσμο, τον Πωλ. Πήρα το πιστόλι που του είχε πέσει από τα χέρια έτσι όπως κειτόταν στον καναπέ μεθυσμένος από θλίψη και αλκοόλ, αφού μου τα είχε ομολογήσει όλα. Σημάδεψα και πάτησα τη σκανδάλη………….. 

Την επόμενη κιόλας στιγμή βρισκόμουν στους έρημους δρόμους κατευθυνόμενη προς την καλύβα που έμενε ο πατέρας μου στην κακόφημη συνοικία της πόλης. Λειτουργούσα σαν αυτόματο χωρίς να νιώθω τίποτα.  Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν το χαμόγελο του Μόζυ που σε όλη την ζωή μου με συντρόφευε στις καλές και τις άσχημες στιγμές. Θα πεθάνουν όλοι όσοι τον πλήγωσαν θυμάμαι ότι είχε κολλήσει στο μυαλό μου. Βρήκα τον Τζων Σάντλερ – τον οποίο δεν θα αποκαλέσω πατέρα ποτέ πια,  μπροστά σε μια ανοιγμένη βαλίτσα γεμάτη λεφτά. Περισσότερα απ όσα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν.  Μου γέλασε τρυφερά και άνοιξε την αγκαλιά του για να μπώ.

«Αγαπημένη μου Μαντλέν, επιτέλους ήρθες!  Είμαστε οι δυό μας τώρα και κανείς δεν μας απειλεί. Οι κακοί πέθαναν κοριτσάκι μου. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα σε εγκαταλείψω ποτέ ξανά. Θα είμαστε για πάντα οι δύο μας, για πάντα μαζί». Σήκωσα αργά το όπλο και τον σημάδεψα ανάμεσα στα μάτια. Ένας πυροβολισμός ήταν αρκετός για να διαλυθεί το κεφάλι του και να σβήσει επιτέλους εκείνο το παρανοϊκό χαμόγελο που στοίχειωνε τα όνειρα μου από τότε που τον είχα ξαναβρεί. Εξακολουθώντας να λειτουργώ σαν αυτόματο βρήκα ένα μπουκάλι πετρέλαιο και το  περιέχυσα πάνω του άναψα ένα  σπίρτο και έφυγα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου.
 
 Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να ξυπνάω σε ένα μοτέλ στο Τρέντον της Φιλαδέλφειας.  Το πώς έφτασα ως εκεί μέχρι σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές παραμένει μυστήριο…. Η βαλίτσα με τα χρήματα ήταν δίπλα μου. Όταν συνήλθα ήταν 1η Ιουνίου 1931, και οι εφημερίδες  που αγόρασα, είχαν ακόμη  στα πρωτοσέλιδα τα φονικά στην Νέα Υόρκη και την ύποπτη πυρκαγιά που έκαψε ένα μεγάλο μέρος της φτωχογειτονιάς όπου ζούσαν οι χιλιάδες άστεγοι της οικονομικής κρίσης. Και ενώ τα δύο γεγονότα συσχετίζονταν, κανένα συμπέρασμα δε έβγαινε   για το αν υπήρχαν ή όχι ύποπτοι.  Κρύφτηκα για ένα μήνα  στο Τρέντον και φρόντισα να αλλάξω εμφάνιση. Έβαψα τα  μαλλιά μου και τα χτένισα διαφορετικά. Άρχισα να ντύνομαι σαν σεμνή επαρχιωτοπούλα για να μην τραβάω την προσοχή.  Στο Τρέντον ήταν που κατάλαβα ότι είμαι έγκυος. Όταν ένιωσα κάπως ασφαλής γύρισα στην Νέα Υόρκη και πήρα το πρώτο πλοίο για το Παρίσι. Το διαβατήριο που φρόντισα να εξασφαλίσω έγραφε το όνομα Μαντελέιν  Μάρτιν, υπήκοος ΗΠΑ, χήρα, και με αυτό ταξίδεψα στην Ελβετία όπου και εγκαταστάθηκα. Τα χρήματα της βαλίτσας θα μου εξασφαλίσουν μια ζωή κάτι παραπάνω από άνετη. Κανείς δεν θα με βρεί, φρόντισα να «πεθάνω» και επισήμως στο Φάκενχαμ, εκμεταλλευόμενη ένα βολικότατο σιδηροδρομικό ατύχημα και το πτώμα μιας γυναίκας που δεν είχε μπορέσει να αναγνωριστεί. Λίγα χρήματα στους κατάλληλους ανθρώπους ήταν το μόνο που χρειάστηκε.

 Εδώ θα μεγαλώσω την κόρη μου- γιατί είμαι σίγουρη ότι το μωρό μου θα είναι κορίτσι. Και όταν είναι αρκετά μεγάλη ίσως να της δώσω να διαβάσει αυτό το ημερολόγιο. Ίσως πάλι και όχι……..
Τις ατέλειωτες μέρες που γράφω τα όσα μου συνέβησαν και περιμένω να δω το πρόσωπο του μωρού μου, δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι:  Πόσο μοιάζω στον Τζων Σάντλερ; Πόση από την ψυχασθένειά του έχω κληρονομήσει;  Δεν δίστασα να σκοτώσω αυτόν που αγαπούσα για να εκδικηθώ το θάνατο του αδερφού μου, να δολοφονήσω τον ίδιο μου τον πατέρα και  να τον κάψω. Είμαι τόσο όμοια λοιπόν με εκείνον; ……………………………………………………………………………………………………………»

 Εδώ τελείωναν οι σημειώσεις της Μαντλέν. Της γιαγιάς Μαντελέιν, όπως  την γνώρισε η Μίρτλ.
Το Φάκενχαμ παρέμενε σιωπηλό και μουντό. Το μέρος όπου τίποτα δεν συνέβαινε έξω, αλλά όλα όσα είχαν σημασία διαδραματίζονταν πίσω από τις κλειστές πόρτες και στην ψυχή των ανθρώπων.


ΤΕΛΟΣ

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014




21.1


 Μίρτλ γύρισε βιαστική στο ξενοδοχείο, ανυπομονώντας να διαβάσει την συνέχεια του ημερολογίου. Τα γράμματα τα αναγνώρισε από την πρώτη στιγμή: ήταν της γιαγιάς της, Μαντλέν. Αυτά όμως που διάβασε δεν ταίριαζαν με την εικόνα της γλυκιάς ηλικιωμένης γυναίκας  που γνώριζε η ίδια. Μέσα από τις σελίδες, αναδύθηκε η πραγματική γυναίκα που υπήρξε κάποτε  η Μαντλέν , μια εγκαταλειμμένη κόρη, γεμάτη πίκρα και μίσος για τον πατέρα που έπαιζε με την ζωή της. Μια  αδελφή που δεν μπόρεσε να αποκαλύψει  στον αγαπημένο της αδελφό την πραγματική της ταυτότητα, πριν αυτός δολοφονηθεί. Μια γυναίκα ταλαντούχα,  εκδικητική  και αποφασισμένη …….

Αύγουστος 1931……

Ο εφιάλτης τελείωσε. Έχω λόγους να θεωρώ τον εαυτό μου – και το παιδί που περιμένω – ασφαλή. Βρίσκομαι στη Ζυρίχη, όπου κανείς  δεν  με ξέρει και δεν θα με αναζητήσει. Γράφω αυτές τις γραμμές, επιχειρώντας να βάλω μια τάξη στα συναισθήματά μου και στα όσα μου συνέβησαν. Άλλωστε πώς αλλιώς θα περάσουν οι ατέλειωτες ημέρες αναμονής μέχρι την ημέρα που θα φτάσει το λατρεμένο μου μωρό;  Ίσως κάποτε μπορέσω να του δώσω να διαβάσει αυτό το ημερολόγιο της παράνοιας και της τρέλας, ίσως πάλι όχι………….
    
      ....   Με θυμάμαι πάντα να περιμένω τον πατέρα να γυρίσει, ήταν ολόκληρος ο κόσμος μου και τον λάτρευα! Όταν έφυγε για την Αμερική ένιωσα προδομένη, αλλά μου υποσχέθηκε ότι σύντομα θα μας έπαιρνε, εμένα και την μαμά, μαζί του. Μετά ήρθε το ναυάγιο και ο κόσμος μου κατέρρευσε.  Καθώς μεγάλωνα , στο βαρετό Φάκενχαμ, έπλασα με το μυαλό μου την εικόνα του ήρωα που έχασε τη ζωή του στον Τιτανικό, αφού πρώτα έσωσε δεκάδες επιβάτες. Αυτό με βοήθησε κάπως να αντέξω την απώλειά του. Η μητέρα μου δεν μίλαγε καθόλου γι αυτόν και σύντομα παντρεύτηκε έναν βαρετό τραπεζίτη, πολλά χρόνια μεγαλύτερό της. Την μίσησα γι αυτό.  Πίστευα ότι πρόδωσε την μνήμη του πατέρα μου. Μόνη μου παρηγοριά ήταν ο φίλος μου Μόζυ, με τον οποίο πέρναγα τις περισσότερες ώρες της μέρας παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας μου και του πατριού μου. Ήταν βλέπετε «μπάσταρδος» και Εβραίος και δεν ταίριαζε με την «κοινωνική μας τάξη». 

 Δεν ξέρω  πότε το υποψιάστηκα πρώτη φορά όμως σιγά σιγά, κατάλαβα αυτό που μου  έκρυβαν. Ο Μόζυ ήταν κάτι πολύ περισσότερο από φίλος μου, ήταν αδερφός μου! Τα μισόλογα του κόσμου, το φανερό μίσος της μητέρας μου γι αυτόν και την οικογένειά του και κάτι παλιά γράμματα που βρήκα στο συρτάρι της ένα απόγευμα που είχαν πάει με τον πατριό μου στο Λονδίνο, με διαβεβαίωσαν ότι οι υποψίες μου ήταν αληθινές. Δεν το είπα ποτέ στον Μόζυ για να μην του χαλάσω την εικόνα που είχε για τον πατέρα που ποτέ δεν γνώρισε – η μητέρα του, του είχε πει ότι ήταν ένας ήρωας  που πέθανε στον Μεγάλο Πόλεμο πολεμώντας για την Πατρίδα.

Από νωρίς ο Μόζυ έδειξε ότι ήταν διαφορετικός και ‘γώ αγκάλιασα με όλη μου την ψυχή την διαφορετικότητά του.  Του άρεσε η μουσική και το θέατρο, να ντύνεται παράξενα και να αναπαριστά τα νούμερα που βλέπαμε στο βαριετέ. Πολλές φορές  τραγουδούσαμε μαζί επιτυχίες της εποχής και ανεβάζαμε τις  δικές μας παραστάσεις. Όμως η ζωή στην ασφυκτικά συντηρητική Αγγλική επαρχία δεν ανεχόταν το  διαφορετικό  και όσο μεγάλωνε ο Μόζυ τόσο υπέφερε. Αποφάσισε να φύγει για το Βερολίνο  και να κάνει καριέρα σαν τραγουδιστής.  
     
 Σε λίγους μήνες το έσκασα και γω από το σπίτι και βρέθηκα στο Παρίσι , οπουδήποτε στον κόσμο θα ήταν καλύτερα από το Φάκενχαμ και φυσικά το Παρίσι ήταν το κέντρο του κόσμου εκείνη την εποχή. Για να  ζήσω άρχισα να τραγουδώ σε καμπαρέ με το όνομα «Κόκκινη Γάτα» και σύντομα έγινα αρκετά γνωστή. Αλλά και ο Μόζυ στο Βερολίνο απέκτησε σύντομα φήμη, εφευρίσκοντας τον χαρακτήρα του Μο Φρέχε, του Μο του Σκανδαλιάρη, που τον έκανε γρήγορα διάσημο  κομφερασιέ . Τα πήγαμε και οι δύο καλά παρ ότι ξεκινήσαμε  με μόνα  εφόδια το ταλέντο μας και τη φιλοδοξία μας . Σύντομα ήμασταν γνωστοί σε  όσους σύχναζαν στα καμπαρέ   Παρισιού  και Βερολίνου και βγάζαμε χρήματα που μας επέτρεπαν να ζήσουμε μια ζωή γεμάτη  λάμψη και τρελές διασκεδάσεις.
    
 Τότε ήταν που άρχισα να παίρνω εκείνα τα περίεργα γράμματα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Γράμματα από μια άγνωστη γυναίκα, την Λίμπυ Χόλμαν που μου έγραφε ότι γνωρίζει κάτι  σχετικά με τον πατέρα μου που θα με ενδιέφερε πολύ να μάθω. Στην αρχή πίστεψα ότι κάποιος μου έκανε μια κακόγουστη φάρσα, αλλά όταν έλαβα με το ταχυδρομείο  μια φωτογραφία που με έδειχνε στην αγκαλιά του πατέρα μου και την είχε πάρει μαζί του όταν έφυγε για το μοιραίο ταξίδι, ο κόσμος μου σχεδόν κατέρρευσε.



Αρχίσαμε την αλληλογραφία και η Λίμπυ άφησε να εννοηθεί  ότι ήταν συνεπιβάτης του πατέρα μου στον Τιτανικό όπου και τον γνώρισε .  Λίγο πριν μπουν στις σωσίβιες λέμβους της εμπιστεύτηκε την φωτογραφία και της είπε να προσπαθήσει να έρθει σε επαφή μαζί μου και να μου διηγηθεί τα όσα συνέβησαν, αν εκείνος δεν τα κατάφερνε να σωθεί.  Γεμάτη έξαψη, της έγραψα ότι θα πήγαινα να την βρω στην Αμερική για να μου διηγηθεί τα πάντα, αλλά εκείνη μου απάντησε ότι δεν ήταν η κατάλληλη εποχή για λόγους που δεν διευκρίνισε. Περίμενα μάταια και άλλο γράμμα της αλλά δεν έδωσε σημεία ζωής για αρκετούς μήνες. Και όταν  αποφάσισα να πάω ούτως ή άλλως και να την αναζητήσω, έφτασε καινούριο της γράμμα με την πληροφορία ότι κάποιος Πωλ  ευθυνόταν για τον θάνατο του πατέρα μου και ότι η Λίμπυ τον είχε εντοπίσει. Έτρεξα αμέσως στο Βερολίνο για να ανακοινώσω στον Μόζυ ότι φεύγω για Αμερική με σκοπό να βρω αυτόν τον Πωλ και να πάρω εκδίκηση για τον πατέρα που μου στέρησε.  Ο γλυκός μου Μόζυ δεν ήθελε να με αφήσει και προσφέρθηκε να πάει αυτός στη θέση μου.Με κάποιο τρόπο με έπεισε και του υποσχέθηκα ότι δεν θα κάνω τίποτα αν δεν ερευνήσει εκείνος πρώτος την κατάσταση και με ενημερώσει για το πώς έχουν τα πράγματα.

 Από τα πρώτα του γράμματα κιόλας κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά.  Όταν ο Μόζυ άφησε να εννοηθεί ότι ο πατέρας μου πιθανώς να μην είχε πνιγεί στο ναυάγιο, αλλά να ζούσε ακόμη στην Ν. Υόρκη, έφυγα σαν τρελή με το πρώτο εισιτήριο  που βρήκα.  Μέχρι να φτάσω είχαν χαθεί και τα ίχνη του Μόζυ και αναγκάστηκα να απευθυνθώ σε έναν ντετέκτιβ, τον Σκαρ ,  προσπαθώντας να βρω τον πατέρα μου. Ο Σκαρ ήταν πολύ γοητευτικός και μη έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνω όσο περίμενα τα αποτελέσματα των ερευνών του, αλλά και για να του δώσω ένα επιπλέον κίνητρο, κοιμόμουν μαζί του.  Από μεριάς μου δεν σήμαινε τίποτα, αυτός όμως φαινόταν τσιμπημένος μαζί μου. Σύντομα ο Σκαρ βρήκε τα ίχνη του Μόζυ και μαζί και του πατέρα μου. Ήταν λοιπόν αλήθεια! Ζούσε όλον αυτόν τον καιρό στη Ν. Υόρκη!
 Έτρεμα όταν με πήρε μαζί του να επισκεφτούμε το σπίτι κάποιας Χίλντα, όπου πίστευε ότι θα βρούμε τον πατέρα μου.
Συνεχίζεται………….

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

20.



Η Μίρτλ έριξε μια έκπληκτη ματιά στο σκοτάδι που τύλιγε το δωμάτιο. Απορροφημένη καθώς ήταν στις έρευνές της διαπίστωσε ότι είχε χάσει τελείως την αίσθηση του χρόνου. Η αντιπαράθεση των λίγων – φριχτών - στοιχείων που είχε στα χέρια της, με τα θολά και σκόρπια που ανακάλυπτε στο διαδίκτυο, την είχε φτάσει στα όρια της εξάντλησης. Ένοιωσε την μοναξιά της να την κυκλώνει, αισθάνθηκε την συναισθηματική ασφυξία των αναπάντητων ερωτημάτων να την πνίγει.  Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στα σκόρπια φώτα της πόλης. «Φτάνει πια»… Κατέβασε το καπάκι του λάπτοπ της και αποφάσισε να βγει μια βόλτα, να συναντήσει ανθρώπους, να γνωρίσει επιτέλους την άγνωστη αυτή μακρινή της πατρίδα. Την τελευταία στιγμή, μηχανικά σχεδόν, μάζεψε τις φωτογραφίες και το ρημαγμένο ημερολόγιο και τα έχωσε μαζί με τα κλειδιά της στην τσάντα της.

Περιπλανήθηκε άσκοπα – πόσες άραγε ώρες – στα σκοτεινά δρομάκια και στο φωτισμένο κέντρο της πόλης. Το ξημέρωμα την βρήκε παγωμένη και μόνη, σε μια πατρίδα που της φαινόταν ένα μεγάλο αδιέξοδο. «Τι δουλειά έχω εγώ εδώ; Τι νόημα έχει να σκαλίζω όλες αυτές τις ιστορίες; Θραύσματα ενός αγγείου που νομίζω ότι μπορεί να με περιγράψει κι όμως ούτε το σχήμα του δεν έχω ακόμα συλλάβει… Κι αυτή η πόλη, κλεισμένη στον εαυτό της, ερμητική, πληκτική, ένα τίποτα. Θα σκότωνα για μια κούπα ζεστό καφέ….»

Τα βήματά της την έφεραν στην άκρη της πόλης, στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Κάτι από την αίγλη των παλιών βρετανικών σιδηροδρόμων πλανιόταν στο μικρό ανακαινισμένο κτήριο. Το συμβούλιο της πόλης είχε αποφασίσει να το κηρύξει διατηρητέο και η πρώτη εντύπωση ήταν μαγευτική. Έσπρωξε την πόρτα του μικρού καφέ και αισθάνθηκε σαν να βρέθηκε με μια μαγική χρονομηχανή,  στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, τότε που γραφόταν η θλιβερή ιστορία της οικογένειάς της: Δερμάτινες πολυθρόνες και τραπεζάκια μπουαζερί, κομψοί πολυέλαιοι γκαζιού και γύψινα φατνώματα, πελώριοι καθρέφτες με βαριές αρ νουβό κορνίζες στους τοίχους, και η μυρωδιά του καφέ, του αληθινού καφέ να πλημμυρίζει το χώρο… Ακόμα και η ιδιοκτήτρια, μια ξερακιανή ηλικιωμένη βρετανίδα με το παλιομοδίτικο μακρύ της φόρεμα και την λευκή ποδιά της που φόρτωνε ξύλα στην μικρή ξυλόσομπα στο κέντρο της κομψής αίθουσας, ενίσχυε την ψευδαίσθηση.

Ώρες – πόσες; - αργότερα, ένοιωσε να ξυπνά, από την ληθαργική κατάσταση που την είχε ρίξει η κούραση και η θαλπωρή της ζεστής αίθουσας, σε σύγχυση. «Δεσποινίς, προσέξτε, θα πάρουν φωτιά τα πράγματά σας! Μα αυτή είναι η mafiosa!...» «Η mafiosa, τα πράγματά μου;» Σήκωσε τα μάτια της κι αντίκρισε τα ξεθωριασμένα γκρίζα μάτια της γυναίκας που την είχε σερβίρει. Τα είδε να καρφώνονται με απορία και θυμό σε μία από τις φωτογραφίες που είχε απλώσει  στο μικρό τραπεζάκι του καφέ. Η Μάντυ, λαμπερή και γεμάτη νιότη πόζαρε μπροστά σ’ έναν θαμπό καθρέφτη.

«Η mafiosa, πάνε ακριβώς 80 χρόνια που σκοτώθηκε σε κείνο τοανόητο δυστύχημα, εδώ ακριβώς, σ’ αυτόν τον σταθμό. Σχεδόν κανένας δεν έπαθε τίποτα, μα αυτής το κεφάλι βρέθηκε τσακισμένο, αν δεν είχε την ταυτότητα της μαζί, κανείς δεν θα μπορούσε να την αναγνωρίσει. Εγώ ήμουν αγέννητη, αλλά σε μια τέτοια πόλη που ποτέ δεν συμβαίνει τίποτα συγκλονιστικό, οι ιστορίες ζουν πιο πολύ από τους ανθρώπους. Κι αυτός είναι το άλλο παιδί του αγύρτη του Τζών Σάντλερ, ο Μόζι, το μπάσταρδο της εβραίας… Πάρε παιδί μου την τσάντα σου από κει, η σόμπα καίει δυνατά και θα σου την καταστρέψει…» Μα τι λέει αυτή η γυναίκα; Η γιαγιά μου πέθανε πολλά χρόνια αργότερα, μια ευτυχισμένη ήρεμη γριούλα… «Μη φεύγετε, παρακαλώ, πρέπει να σας μιλήσω…». Μηχανικά η Μιρτλ άπλωσε το χέρι και τράβηξε την τσάντα της που την είχε παρατήσει αφηρημένα στα πόδια της ξυλόσομπας. Το πυρωμένο δέρμα της έκαψε τα δάκτυλα κι αντανακλαστικά, την ανάγκασε να την αφήσει πάλι να πέσει. Το περιεχόμενο σκόρπισε στο πάτωμα. Το παλιό και τριμμένο ημερολόγιο της φρίκης, έμεινε ανοιχτό στις τελευταίες άδειες κιτρινισμένες σελίδες. Και τότε το είδε. Οι άγραφες σελίδες, ζωντανεμένες λες από την φωτιά, είχαν γεμίσει γράμματα. Γράμματα νευρικά και θυμωμένα, αόρατα μέχρι πριν από λίγο. Γράμματα που κρατούσαν κρυμμένα μυστικά.

Nέα Υόρκη – 29 Μαΐου 1931

Ντίνγκ –Ντονγκ ο Κακός Μάγος είναι νεκρός. Τον είδα να πεθαίνει, είδα τον φόβο του, την έκπληξή του, την ικεσία του. Ο πατέρας που μας αγάπησε. Ο πατέρας που μας ξέχασε, ο πατέρας που μας σκότωσε. Ο εγωμανής τρελός με τα ετεροχρονισμένα γλυκόλογά του. «Κορούλα μου, κοριτσάκι μου…» Αυτός που ξέκανε τον ίδιο του τον γιό, τον μπάσταρδο, την ντροπή του, τον αγαπημένο μου αδελφό…. Και το καλύτερο απ’ όλα είναι ότι κι εγώ νεκρή είμαι, στην άλλη άκρη του ωκεανού, σ’ ένα τραπέζι νεκροτομείου, στο Φάκενχαμ…. Όλα έγιναν όπως τα είχα σχεδιάσει...

 

                                                      ………….Συνεχίζεται και τελειώνει ……………..